ὀλιγώρησις: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλῐγώρησις''': ἡ, = [[ὀλιγωρία]], Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 6, 2. Θεμίστ. 136Α. | |lstext='''ὀλῐγώρησις''': ἡ, = [[ὀλιγωρία]], Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 6, 2. Θεμίστ. 136Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀλιγώρησις]], ἡ (Α) [[ολιγωρώ]]<br />[[αδιαφορία]], [[παραμέληση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = ὀλιγωρία, ib.1251a5 (pl.), Them.Or.10.136a.
German (Pape)
[Seite 322] ἡ, Geringschätzung, Vernachlässigung, Themist. or. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγώρησις: ἡ, = ὀλιγωρία, Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 6, 2. Θεμίστ. 136Α.
Greek Monolingual
ὀλιγώρησις, ἡ (Α) ολιγωρώ
αδιαφορία, παραμέληση.