βραχυπαραλήκτως: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βρᾰχῠπαραλήκτως''': ἐπίρρ., μὲ τὴν παραλήγουσαν βραχεῖαν, Δράκων 33, Schäf. Γρηγ. Κορ. σ. 121. | |lstext='''βρᾰχῠπαραλήκτως''': ἐπίρρ., μὲ τὴν παραλήγουσαν βραχεῖαν, Δράκων 33, Schäf. Γρηγ. Κορ. σ. 121. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βραχυπαραλήκτως]] (Μ)<br /><b>επίρρ.</b> με βραχεία παραλήγουσα. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A with short penult., Sch.Ar.Pl.253.
German (Pape)
[Seite 462] mit kurzer vorletzter Sylbe, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχῠπαραλήκτως: ἐπίρρ., μὲ τὴν παραλήγουσαν βραχεῖαν, Δράκων 33, Schäf. Γρηγ. Κορ. σ. 121.
Greek Monolingual
βραχυπαραλήκτως (Μ)
επίρρ. με βραχεία παραλήγουσα.