μαχλάω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
(6_13b)
 
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαχλάω''': μέλλ. -ήσω, ([[μάχλος]]) εἶμαι [[μάχλος]], [[αἰσχρός]], [[ἀκόλαστος]], [[ἀσελγής]], Κλήμ. Ἀλ. 12· οὕτω, μεμαχλευμένον [[ἦτορ]] (ἐκ τοῦ μαχλεύω) Μανέθων 4. 315.
|lstext='''μαχλάω''': μέλλ. -ήσω, ([[μάχλος]]) εἶμαι [[μάχλος]], [[αἰσχρός]], [[ἀκόλαστος]], [[ἀσελγής]], Κλήμ. Ἀλ. 12· οὕτω, μεμαχλευμένον [[ἦτορ]] (ἐκ τοῦ μαχλεύω) Μανέθων 4. 315.
}}
{{pape
|ptext== [[μαχλεύω]], Sp.
}}
}}

Latest revision as of 16:36, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

μαχλάω: μέλλ. -ήσω, (μάχλος) εἶμαι μάχλος, αἰσχρός, ἀκόλαστος, ἀσελγής, Κλήμ. Ἀλ. 12· οὕτω, μεμαχλευμένον ἦτορ (ἐκ τοῦ μαχλεύω) Μανέθων 4. 315.

German (Pape)

μαχλεύω, Sp.