κατάσκληρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(6_2)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάσκληρος''': [[λίαν]] [[σκληρός]], [[μήτε]] κατ. [[λίαν]] [[μήτε]] [[μαλακὸν]] Φίλων Math. Vett. σ. 71, Ἱππιατρ.
|lstext='''κατάσκληρος''': [[λίαν]] [[σκληρός]], [[μήτε]] κατ. [[λίαν]] [[μήτε]] [[μαλακὸν]] Φίλων Math. Vett. σ. 71, Ἱππιατρ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάσκληρος]], -ον (AM)<br />υπερβολικά [[σκληρός]].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάσκληρος Medium diacritics: κατάσκληρος Low diacritics: κατάσκληρος Capitals: ΚΑΤΑΣΚΛΗΡΟΣ
Transliteration A: katásklēros Transliteration B: katasklēros Transliteration C: kataskliros Beta Code: kata/sklhros

English (LSJ)

   A very hard, Ph.Bel.71.30, Hippiatr. 96.

German (Pape)

[Seite 1379] hart, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

κατάσκληρος: λίαν σκληρός, μήτε κατ. λίαν μήτε μαλακὸν Φίλων Math. Vett. σ. 71, Ἱππιατρ.

Greek Monolingual

κατάσκληρος, -ον (AM)
υπερβολικά σκληρός.