σιτοβόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564
(6_16)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτοβόρος''': -ον, = [[σιτοφάγος]], ἀναγινώσκεται παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. εἰς Νικ. Θηρ. 802.
|lstext='''σῑτοβόρος''': -ον, = [[σιτοφάγος]], ἀναγινώσκεται παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. εἰς Νικ. Θηρ. 802.
}}
{{grml
|mltxt=και [[σιτηβόρος]], -ον, Α<br />αυτός που κατατρώγει, που καταστρέφει το [[σιτάρι]] («κανθαρίδος σιτηβόρου», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]] «[[τροφή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>σαρκο</i>-<i>βόρος</i>. Ο τ. με -<i>η</i>- πιθ. για μετρικούς λόγους].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοβόρος Medium diacritics: σιτοβόρος Low diacritics: σιτοβόρος Capitals: ΣΙΤΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: sitobóros Transliteration B: sitoboros Transliteration C: sitovoros Beta Code: sitobo/ros

English (LSJ)

ον,= σιτοφάγος, read by EM 216.9 in Nic.Th.802.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοβόρος: -ον, = σιτοφάγος, ἀναγινώσκεται παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. εἰς Νικ. Θηρ. 802.

Greek Monolingual

και σιτηβόρος, -ον, Α
αυτός που κατατρώγει, που καταστρέφει το σιτάρι («κανθαρίδος σιτηβόρου», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο-βόρος. Ο τ. με -η- πιθ. για μετρικούς λόγους].