σηκάζω: Difference between revisions
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σηκάζω''': (σηκὸς) ὁδηγῶ εἰς μάνδρας καὶ [[κλείω]] ἐν αὐτῇ, [[ὅθεν]] [[καθόλου]], [[ἐγκλείω]] εἰς μάνδραν, «μανδρώνω», [[περικλείω]], σήκασθεν (ἀντὶ ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἐκλείσθησαν, Ἰλ. Θ. 131· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4. | |lstext='''σηκάζω''': (σηκὸς) ὁδηγῶ εἰς μάνδρας καὶ [[κλείω]] ἐν αὐτῇ, [[ὅθεν]] [[καθόλου]], [[ἐγκλείω]] εἰς μάνδραν, «μανδρώνω», [[περικλείω]], σήκασθεν (ἀντὶ ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἐκλείσθησαν, Ἰλ. Θ. 131· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=enfermer dans un parc <i>ou</i> dans une étable, parquer.<br />'''Étymologie:''' [[σηκός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 9 August 2017
English (LSJ)
(σηκός)
A shut up in a pen, καί νύ κε σήκασθεν (for ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον ἠΰτε ἄρνες Il.8.131; ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες X.HG 3.2.4; σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς Orph.Fr.268.
German (Pape)
[Seite 873] einstallen, in einen Stall treiben u. einsperren; καὶ νύ κε σήκασθεν (ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἠΰτε ἄρνες, Il. 8, 131; Xen. Hell. 3, 2, 4 ὥςπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες.
Greek (Liddell-Scott)
σηκάζω: (σηκὸς) ὁδηγῶ εἰς μάνδρας καὶ κλείω ἐν αὐτῇ, ὅθεν καθόλου, ἐγκλείω εἰς μάνδραν, «μανδρώνω», περικλείω, σήκασθεν (ἀντὶ ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἐκλείσθησαν, Ἰλ. Θ. 131· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4.
French (Bailly abrégé)
enfermer dans un parc ou dans une étable, parquer.
Étymologie: σηκός.