ὀριτρεφής: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
(6_7)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀριτρεφής''': -ές, ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων τρεφόμενος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 34, Τρυφιόδ. 193˙ [[οὕτως]] ὀρίτροφος, ον, Βατραχομυομ. 106. 3, Ὀππ. Ἀλ. 1. 12.
|lstext='''ὀριτρεφής''': -ές, ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων τρεφόμενος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 34, Τρυφιόδ. 193˙ [[οὕτως]] ὀρίτροφος, ον, Βατραχομυομ. 106. 3, Ὀππ. Ἀλ. 1. 12.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀριτρεφής]], -ές (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ορειτρεφής]].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀριτρεφής Medium diacritics: ὀριτρεφής Low diacritics: οριτρεφής Capitals: ΟΡΙΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: oritrephḗs Transliteration B: oritrephēs Transliteration C: oritrefis Beta Code: o)ritrefh/s

English (LSJ)

ές, and ὀρί-τροφος, ον,

   A v. ὀρειτρ-.

German (Pape)

[Seite 378] u. ὀρίτροφος, = ὀρειτρεφής, ὀρείτροφος, Babr. 106, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ὀριτρεφής: -ές, ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων τρεφόμενος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 34, Τρυφιόδ. 193˙ οὕτως ὀρίτροφος, ον, Βατραχομυομ. 106. 3, Ὀππ. Ἀλ. 1. 12.

Greek Monolingual

ὀριτρεφής, -ές (Α)
βλ. ορειτρεφής.