ὀριτρεφής: Difference between revisions
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
(6_7) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀριτρεφής''': -ές, ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων τρεφόμενος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 34, Τρυφιόδ. 193˙ [[οὕτως]] ὀρίτροφος, ον, Βατραχομυομ. 106. 3, Ὀππ. Ἀλ. 1. 12. | |lstext='''ὀριτρεφής''': -ές, ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων τρεφόμενος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 34, Τρυφιόδ. 193˙ [[οὕτως]] ὀρίτροφος, ον, Βατραχομυομ. 106. 3, Ὀππ. Ἀλ. 1. 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀριτρεφής]], -ές (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ορειτρεφής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, and ὀρί-τροφος, ον,
A v. ὀρειτρ-.
German (Pape)
[Seite 378] u. ὀρίτροφος, = ὀρειτρεφής, ὀρείτροφος, Babr. 106, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ὀριτρεφής: -ές, ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων τρεφόμενος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 34, Τρυφιόδ. 193˙ οὕτως ὀρίτροφος, ον, Βατραχομυομ. 106. 3, Ὀππ. Ἀλ. 1. 12.
Greek Monolingual
ὀριτρεφής, -ές (Α)
βλ. ορειτρεφής.