Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τραγίαμβος: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
(6_15)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰγίαμβος''': ὁ, ὁ τραγικὸς [[ἴαμβος]], ἦρξε δὲ πρῶτος τῶν καλουμένων τραγιάμβων Σουΐδ. ἐν λ. [[Ἀπολλόδωρος]] Ἀσκληπιάδου.
|lstext='''τρᾰγίαμβος''': ὁ, ὁ τραγικὸς [[ἴαμβος]], ἦρξε δὲ πρῶτος τῶν καλουμένων τραγιάμβων Σουΐδ. ἐν λ. [[Ἀπολλόδωρος]] Ἀσκληπιάδου.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[τραγικός]] [[ίαμβος]] («ἦρξε δὲ [[πρῶτος]] τῶν καλουμένων τραγιάμβων», λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἴαμβος]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγίαμβος Medium diacritics: τραγίαμβος Low diacritics: τραγίαμβος Capitals: ΤΡΑΓΙΑΜΒΟΣ
Transliteration A: tragíambos Transliteration B: tragiambos Transliteration C: tragiamvos Beta Code: tragi/ambos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ,

   A tragic iambus. Suid. s.v. Ἀπολλόδωρος.

German (Pape)

[Seite 1133] ὁ, der tragische Jambus, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγίαμβος: ὁ, ὁ τραγικὸς ἴαμβος, ἦρξε δὲ πρῶτος τῶν καλουμένων τραγιάμβων Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπολλόδωρος Ἀσκληπιάδου.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο τραγικός ίαμβος («ἦρξε δὲ πρῶτος τῶν καλουμένων τραγιάμβων», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + ἴαμβος.