σταχυοπλόκαμος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στᾰχυοπλόκᾰμος''': -ον, ὁ ἔχων πλοκάμους ἐκ σταχύων, Ὀρφ. Λιθ. 240. | |lstext='''στᾰχυοπλόκᾰμος''': -ον, ὁ ἔχων πλοκάμους ἐκ σταχύων, Ὀρφ. Λιθ. 240. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει τα μαλλιά του στεφανωμένα με στάχια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στάχυς]], -<i>υος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλόκαμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A wreathed with ears of corn, Orph.L.242.
German (Pape)
[Seite 931] ährenlockig, oder mit einem Aehrenkranz in den Locken, Δημήτηρ Orph. lith. 4, 1.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰχυοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων πλοκάμους ἐκ σταχύων, Ὀρφ. Λιθ. 240.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τα μαλλιά του στεφανωμένα με στάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + πλόκαμος.