Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χιονοβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6_17)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χιονοβλέφᾰρος''': -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα χιονόλευκα, χιονοβλεφάρου πάτερ Ἀοῦς Διονυσ. Ὕμν. 2 ἐν Brunck. Allat. τ. 2, σ. 253.
|lstext='''χιονοβλέφᾰρος''': -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα χιονόλευκα, χιονοβλεφάρου πάτερ Ἀοῦς Διονυσ. Ὕμν. 2 ἐν Brunck. Allat. τ. 2, σ. 253.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει ολόλευκα βλέφαρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιών]], <i>χιόνος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἑλικο</i>-<i>βλέφαρος</i>, <i>χαριτο</i>-<i>βλέφαρος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονοβλέφᾰρος Medium diacritics: χιονοβλέφαρος Low diacritics: χιονοβλέφαρος Capitals: ΧΙΟΝΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: chionoblépharos Transliteration B: chionoblepharos Transliteration C: chionovlefaros Beta Code: xionoble/faros

English (LSJ)

ον,

   A with eye of dazzling white, Ἀώς Mesom.Sol.7.

German (Pape)

[Seite 1356] mit schneeweißen Augenlidern, Ἀώς Dionys. Hymn. 2.

Greek (Liddell-Scott)

χιονοβλέφᾰρος: -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα χιονόλευκα, χιονοβλεφάρου πάτερ Ἀοῦς Διονυσ. Ὕμν. 2 ἐν Brunck. Allat. τ. 2, σ. 253.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ολόλευκα βλέφαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ἑλικο-βλέφαρος, χαριτο-βλέφαρος].