φιλόθεος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλόθεος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεόν, [[εὐσεβής]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 6, Λουκ. περὶ Διαβολ. 14, Καιν. Διαθ., κλπ.· ― Ἐπίρρ., -ως, [[Πολυδ]]. Α΄, 22, Ἐκκλ. ΙΙ. ὁ τῷ Θεῷ [[προσφιλής]], εὐπρόδεκτος εἰς αὐτόν, Ἐκκλ. | |lstext='''φῐλόθεος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεόν, [[εὐσεβής]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 6, Λουκ. περὶ Διαβολ. 14, Καιν. Διαθ., κλπ.· ― Ἐπίρρ., -ως, [[Πολυδ]]. Α΄, 22, Ἐκκλ. ΙΙ. ὁ τῷ Θεῷ [[προσφιλής]], εὐπρόδεκτος εἰς αὐτόν, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui aime Dieu, pieux.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[θεός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A loving God, pious, Arist. Rh.1391b2, Ph.2.8, al., 2 Ep.Ti.3.4, Demoph Sent.44, Luc.Cal.14: Adv. φῐλό-ως Poll.1.22.
German (Pape)
[Seite 1280] Gott liebend, gottesfürchtig, fromm; Arist. rhet. 2, 17; K. S. – Auch pass., von Gott geliebt, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόθεος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεόν, εὐσεβής, Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 6, Λουκ. περὶ Διαβολ. 14, Καιν. Διαθ., κλπ.· ― Ἐπίρρ., -ως, Πολυδ. Α΄, 22, Ἐκκλ. ΙΙ. ὁ τῷ Θεῷ προσφιλής, εὐπρόδεκτος εἰς αὐτόν, Ἐκκλ.