περιοκέλλω: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
(6_2)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιοκέλλω''': [[κυρίως]] ἐπὶ πλοίου, [[ἐξοκέλλω]]· μεταφ., π. εἰς χειρίστας ἐπιτηδεύσεις, [[ἐμπίπτω]] εἰς τὰς χειρίστας ἕξεις, Διόδ. 12. 12.
|lstext='''περιοκέλλω''': [[κυρίως]] ἐπὶ πλοίου, [[ἐξοκέλλω]]· μεταφ., π. εἰς χειρίστας ἐπιτηδεύσεις, [[ἐμπίπτω]] εἰς τὰς χειρίστας ἕξεις, Διόδ. 12. 12.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) [[εξοκέλλω]], [[πέφτω]] έξω<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταντώ]], [[περιπίπτω]] σε κακή [[κατάσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀκέλλω]] «[[πέφτω]] έξω, [[καταντώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοκέλλω Medium diacritics: περιοκέλλω Low diacritics: περιοκέλλω Capitals: ΠΕΡΙΟΚΕΛΛΩ
Transliteration A: periokéllō Transliteration B: periokellō Transliteration C: periokello Beta Code: perioke/llw

English (LSJ)

prop. of a ship,

   A run aground: metaph., εἰς ἐπιτηδεύσεις χειρίστας π. fall into the worst habits, D.S.12.12.

German (Pape)

[Seite 585] eigtl. vom Schiffe, auf den Strand laufen, dah. übh. in eine üble Lage gerathen, Sp., wie D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

περιοκέλλω: κυρίως ἐπὶ πλοίου, ἐξοκέλλω· μεταφ., π. εἰς χειρίστας ἐπιτηδεύσεις, ἐμπίπτω εἰς τὰς χειρίστας ἕξεις, Διόδ. 12. 12.

Greek Monolingual

Α
1. (για πλοίο) εξοκέλλω, πέφτω έξω
2. μτφ. καταντώ, περιπίπτω σε κακή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὀκέλλω «πέφτω έξω, καταντώ»].