Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παχύστομος: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰχύστομος''': -ον, ὁ κατὰ τὸ [[στόμα]], τὸ [[χεῖλος]] [[παχύς]], ἴδε ἐν λ. [[κώθων]]· - ὁ ἔχων μέγα [[στόμα]], ἐπὶ τοῦ ὀστρέου, τὸ δὲ [[ὄστρεον]] παχύστομον δίθυρον καὶ λειόστρακον Ἀριστ. Ἀποσπ. 287. ΙΙ. μεταφορ., ὁ προφέρων τὰς λέξεις [[μετὰ]] παχείας τραχύτητος, ἐπὶ τῶν δυσεκφόρως καὶ σκληρῶς καὶ [[τραχέως]] λαλούντων, καὶ [[μάλιστα]] ἐπὶ βαρβάρων, παχυστόμους καὶ τραχυστόμους Στράβ. 662, πρβλ. Εὐστ. 367. 30· - [[ἐντεῦθεν]] παχυστομέω, παχυστομία, Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''πᾰχύστομος''': -ον, ὁ κατὰ τὸ [[στόμα]], τὸ [[χεῖλος]] [[παχύς]], ἴδε ἐν λ. [[κώθων]]· - ὁ ἔχων μέγα [[στόμα]], ἐπὶ τοῦ ὀστρέου, τὸ δὲ [[ὄστρεον]] παχύστομον δίθυρον καὶ λειόστρακον Ἀριστ. Ἀποσπ. 287. ΙΙ. μεταφορ., ὁ προφέρων τὰς λέξεις [[μετὰ]] παχείας τραχύτητος, ἐπὶ τῶν δυσεκφόρως καὶ σκληρῶς καὶ [[τραχέως]] λαλούντων, καὶ [[μάλιστα]] ἐπὶ βαρβάρων, παχυστόμους καὶ τραχυστόμους Στράβ. 662, πρβλ. Εὐστ. 367. 30· - [[ἐντεῦθεν]] παχυστομέω, παχυστομία, Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> <i>au pr.</i> <b>1</b> qui a une large ouverture (huître);<br /><b>2</b> au bord épais <i>en parl. d’un vase</i>;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> dont la parole est épaisse <i>ou</i> rude.<br />'''Étymologie:''' [[παχύς]], [[στόμα]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχύστομος Medium diacritics: παχύστομος Low diacritics: παχύστομος Capitals: ΠΑΧΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: pachýstomos Transliteration B: pachystomos Transliteration C: pachystomos Beta Code: paxu/stomos

English (LSJ)

ον,

   A thick at the brim, κώθων Henioch.1 ; with a large mouth, of the oyster, Arist.Fr.304.    II metaph., speaking with a broad accent, π. ἢ τραχύστομοι, of the Κᾶρες βαρβαρόφωνοι, Str.14.2.28 :—hence πᾰχυ-στομέω, πᾰχυ-στομία, ibid.

German (Pape)

[Seite 540] 1) mit dickem od. breitem Munde von einem Pokale mit breitem, lippenähnlichem Rande oder weiter Mündung, Henioch. bei Athen XI, 483 e. – 2) übertragen: breit, grob aussprechend, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχύστομος: -ον, ὁ κατὰ τὸ στόμα, τὸ χεῖλος παχύς, ἴδε ἐν λ. κώθων· - ὁ ἔχων μέγα στόμα, ἐπὶ τοῦ ὀστρέου, τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον δίθυρον καὶ λειόστρακον Ἀριστ. Ἀποσπ. 287. ΙΙ. μεταφορ., ὁ προφέρων τὰς λέξεις μετὰ παχείας τραχύτητος, ἐπὶ τῶν δυσεκφόρως καὶ σκληρῶς καὶ τραχέως λαλούντων, καὶ μάλιστα ἐπὶ βαρβάρων, παχυστόμους καὶ τραχυστόμους Στράβ. 662, πρβλ. Εὐστ. 367. 30· - ἐντεῦθεν παχυστομέω, παχυστομία, Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. au pr. 1 qui a une large ouverture (huître);
2 au bord épais en parl. d’un vase;
II. fig. dont la parole est épaisse ou rude.
Étymologie: παχύς, στόμα.