μιξίαμβος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
(6_18) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μιξίαμβος''': -ον, ὁ μεμιγμένος [[μετὰ]] ἰάμβων, [[σκωπτικός]], «[[λοίδορος]], μεμιγμένος λοιδορίᾳ» Ἡσύχ. | |lstext='''μιξίαμβος''': -ον, ὁ μεμιγμένος [[μετὰ]] ἰάμβων, [[σκωπτικός]], «[[λοίδορος]], μεμιγμένος λοιδορίᾳ» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μιξίαμβος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αναμιχθεί με ιάμβους ή με [[σκώμμα]], ο [[σκωπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[ἴαμβος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐα], ον,
A mixed with satires, satiric, Hsch.
German (Pape)
[Seite 188] mit Jamben, mit Spott gemischt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μιξίαμβος: -ον, ὁ μεμιγμένος μετὰ ἰάμβων, σκωπτικός, «λοίδορος, μεμιγμένος λοιδορίᾳ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μιξίαμβος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναμιχθεί με ιάμβους ή με σκώμμα, ο σκωπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + ἴαμβος.