μενέδουπος: Difference between revisions

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
(6_16)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μενέδουπος''': -ον, [[καρτερικός]], ὑπομένων ἀταράχως τὸν θόρυβον τῆς μάχης, Ὀρφ. Ἀργ. 537.
|lstext='''μενέδουπος''': -ον, [[καρτερικός]], ὑπομένων ἀταράχως τὸν θόρυβον τῆς μάχης, Ὀρφ. Ἀργ. 537.
}}
{{grml
|mltxt=[[μενέδουπος]], -ον (Α)<br />αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο της μάχης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μεν</i> (<b>βλ.</b> [[μένω]]) <span style="color: red;">+</span> <i>δοῡπος</i> «[[θόρυβος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρμασί</i>-<i>δουπος</i>, <i>ασπιδό</i>-<i>δουπος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενέδουπος Medium diacritics: μενέδουπος Low diacritics: μενέδουπος Capitals: ΜΕΝΕΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: menédoupos Transliteration B: menedoupos Transliteration C: menedoupos Beta Code: mene/doupos

English (LSJ)

ον,

   A steadfast in the battle-din, Orph.A.539.

German (Pape)

[Seite 132] den Schlachtlärm bestehend, darin aushaltend, Ἀθήνη, Orph. Arg. 539.

Greek (Liddell-Scott)

μενέδουπος: -ον, καρτερικός, ὑπομένων ἀταράχως τὸν θόρυβον τῆς μάχης, Ὀρφ. Ἀργ. 537.

Greek Monolingual

μενέδουπος, -ον (Α)
αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο της μάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν (βλ. μένω) + δοῡπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί-δουπος, ασπιδό-δουπος)].