τρισεξώλης: Difference between revisions

From LSJ

Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο → of Darius and Parysatis there are born two children

Source
(6_19)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισεξώλης''': -ου, ὁ, τρὶς [[ἐξώλης]], ὁ [[πάνυ]] [[ἐξώλης]], ὁ [[τρισκατάρατος]], Εὐστ. 725. 29.
|lstext='''τρισεξώλης''': -ου, ὁ, τρὶς [[ἐξώλης]], ὁ [[πάνυ]] [[ἐξώλης]], ὁ [[τρισκατάρατος]], Εὐστ. 725. 29.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[τελείως]] διεφθαρμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>-/<i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξώλης]] «ηθικά διεφθαρμένος»].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσεξώλης Medium diacritics: τρισεξώλης Low diacritics: τρισεξώλης Capitals: ΤΡΙΣΕΞΩΛΗΣ
Transliteration A: trisexṓlēs Transliteration B: trisexōlēs Transliteration C: triseksolis Beta Code: trisecw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A thrice-accursed, strengthd. for ἐξώλης, Eust.725.29.

Greek (Liddell-Scott)

τρισεξώλης: -ου, ὁ, τρὶς ἐξώλης, ὁ πάνυ ἐξώλης, ὁ τρισκατάρατος, Εὐστ. 725. 29.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
τελείως διεφθαρμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ἐξώλης «ηθικά διεφθαρμένος»].