προλάκκιον: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
(6_21)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προλάκκιον''': τό, [[λάκκος]] μικρότερος πρὸ ἄλλου μεγαλειτέρου Ἀριστ. Π. Ζ. Μορ. 3. 14, 13.
|lstext='''προλάκκιον''': τό, [[λάκκος]] μικρότερος πρὸ ἄλλου μεγαλειτέρου Ἀριστ. Π. Ζ. Μορ. 3. 14, 13.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[μικρός]] [[λάκκος]] ο [[οποίος]] βρίσκεται [[πριν]] από [[άλλο]] μεγαλύτερο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λάκκος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιον</i>].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλάκκιον Medium diacritics: προλάκκιον Low diacritics: προλάκκιον Capitals: ΠΡΟΛΑΚΚΙΟΝ
Transliteration A: prolákkion Transliteration B: prolakkion Transliteration C: prolakkion Beta Code: prola/kkion

English (LSJ)

τό,

   A ante-chamber, Arist.PA675a13.

German (Pape)

[Seite 732] τό, Vorsumpf, Behältniß in der Erde vor einem größern, Arist. part. anim. 3, 14.

Greek (Liddell-Scott)

προλάκκιον: τό, λάκκος μικρότερος πρὸ ἄλλου μεγαλειτέρου Ἀριστ. Π. Ζ. Μορ. 3. 14, 13.

Greek Monolingual

τὸ, Α
μικρός λάκκος ο οποίος βρίσκεται πριν από άλλο μεγαλύτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λάκκος + επίθημα -ιον].