ἀντιταράττω: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(6_21)
(big3_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιτᾰράττω''': ταράττω τι ἐκ καταφορᾶς πρὸς αὐτό, «ἀντιφιλοτιμεῖται (ἡ [[τύχη]]) τῇ ἀρετῇ καὶ ἀντιστατεῖ καὶ ἀνταγωνίζεται καὶ [[πολλάκις]] αὐτὴν ἀντιταράττει» Μάξ. Τύρ. Λ. 14. 7.
|lstext='''ἀντιτᾰράττω''': ταράττω τι ἐκ καταφορᾶς πρὸς αὐτό, «ἀντιφιλοτιμεῖται (ἡ [[τύχη]]) τῇ ἀρετῇ καὶ ἀντιστατεῖ καὶ ἀνταγωνίζεται καὶ [[πολλάκις]] αὐτὴν ἀντιταράττει» Μάξ. Τύρ. Λ. 14. 7.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[oponerse a]] ἀρετήν Max.Tyr.8.7, cf. Nil.M.79.1100B.
}}
}}

Revision as of 12:14, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιτᾰράττω Medium diacritics: ἀντιταράττω Low diacritics: αντιταράττω Capitals: ΑΝΤΙΤΑΡΑΤΤΩ
Transliteration A: antitaráttō Transliteration B: antitarattō Transliteration C: antitaratto Beta Code: a)ntitara/ttw

English (LSJ)

   A stir up in opposition, Max.Tyr.14.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιτᾰράττω: ταράττω τι ἐκ καταφορᾶς πρὸς αὐτό, «ἀντιφιλοτιμεῖται (ἡ τύχη) τῇ ἀρετῇ καὶ ἀντιστατεῖ καὶ ἀνταγωνίζεται καὶ πολλάκις αὐτὴν ἀντιταράττει» Μάξ. Τύρ. Λ. 14. 7.

Spanish (DGE)

oponerse a ἀρετήν Max.Tyr.8.7, cf. Nil.M.79.1100B.