τρισευδαίμων: Difference between revisions
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρισευδαίμων''': -ον, τρὶς [[εὐδαίμων]], [[πάνυ]] [[εὐδαίμων]], ὡς τὸ [[τρισόλβιος]], τρίσμακαρ, Λουκ. περὶ Θυσιῶν 2, περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3, κλπ. | |lstext='''τρισευδαίμων''': -ον, τρὶς [[εὐδαίμων]], [[πάνυ]] [[εὐδαίμων]], ὡς τὸ [[τρισόλβιος]], τρίσμακαρ, Λουκ. περὶ Θυσιῶν 2, περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3, κλπ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />(trois fois, <i>càd</i>) tout à fait heureux.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[εὐδαίμων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A thrice-happy, B.3.10, Luc.Sacr.2, Merc.Cond.3, etc.
Greek (Liddell-Scott)
τρισευδαίμων: -ον, τρὶς εὐδαίμων, πάνυ εὐδαίμων, ὡς τὸ τρισόλβιος, τρίσμακαρ, Λουκ. περὶ Θυσιῶν 2, περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
(trois fois, càd) tout à fait heureux.
Étymologie: τρίς, εὐδαίμων.