πορφυρόπεζα: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source
(6_10)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πορφῠρόπεζα''': ἡ, ἔχουσα πορφυρᾶν τὴν ἄκραν, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ-) 66.
|lstext='''πορφῠρόπεζα''': ἡ, ἔχουσα πορφυρᾶν τὴν ἄκραν, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ-) 66.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />αυτή που έχει πορφυρή [[ταινία]] στον ποδόγυρο του φορέματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[πέζα]] «[[πόδι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>αργυρό</i>-<i>πεζα</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠρόπεζα Medium diacritics: πορφυρόπεζα Low diacritics: πορφυρόπεζα Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΠΕΖΑ
Transliteration A: porphyrópeza Transliteration B: porphyropeza Transliteration C: porfyropeza Beta Code: porfuro/peza

English (LSJ)

ἡ,

   A purple-edged, Tryph.66.

German (Pape)

[Seite 686] ἡ, purpurfüßig, Tryphiod. 66.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρόπεζα: ἡ, ἔχουσα πορφυρᾶν τὴν ἄκραν, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ-) 66.

Greek Monolingual

ἡ, Α
αυτή που έχει πορφυρή ταινία στον ποδόγυρο του φορέματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + πέζα «πόδι» (πρβλ. αργυρό-πεζα)].