κάπετος: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάπετος''': ἡ, (ἀντὶ [[σκάπετος]] ἐκ τοῦ σκάπατος), [[τάφρος]], ὄχθας καπέτοιο βαθείης, ἐπὶ τῆς περὶ τὰ πλοῖα τάφρου, Ἰλ. Ο. 356, πρβλ. Σ. 564:- ὀπὴ, [[τάφος]], ἐς κοίλην [[κάπετον]] θέσαν Ἕκτορα Ω. 797· πρβλ. οφ. Αἴ. 1165, 1403· ὀπὴ πρὸς ὑποδοχὴν μοχλοῦ, [[αὐλάκιον]] μοχλοῦ, κτλ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834Β, 836Β. | |lstext='''κάπετος''': ἡ, (ἀντὶ [[σκάπετος]] ἐκ τοῦ σκάπατος), [[τάφρος]], ὄχθας καπέτοιο βαθείης, ἐπὶ τῆς περὶ τὰ πλοῖα τάφρου, Ἰλ. Ο. 356, πρβλ. Σ. 564:- ὀπὴ, [[τάφος]], ἐς κοίλην [[κάπετον]] θέσαν Ἕκτορα Ω. 797· πρβλ. οφ. Αἴ. 1165, 1403· ὀπὴ πρὸς ὑποδοχὴν μοχλοῦ, [[αὐλάκιον]] μοχλοῦ, κτλ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834Β, 836Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>1</b> creux, enfoncement;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> fosse, fossé;<br /><b>3</b> tombe, tombeau.<br />'''Étymologie:''' p. *σκάπετος de la R. Σκαπ <i>ou</i> Σκα, creuser, cf. [[σκάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (for σκάπετος, from σκάπτω)
A ditch, trench, ὄχθας καπέτοιο βαθείης Il.15.356, cf. 18.564; hole, grave, ἐς κοίλην κάπετον θέσαν [ὀστέα] 24.797, cf. S.Aj.1165, 1403 (both anap.); groove for lever, Hp.Art.72,74. II shovel, spade (?), GDI4992aii6 (Gortyn).
German (Pape)
[Seite 1322] ἡ (vgl. σκάπτω), der Graben, die Grube; ὄχθας καπέτοιο βαθείης ποσσὶν ἐρείπων Il. 15, 356, wie Mosch. 4, 103; das Grab, Il. 24, 797, wie Soph. Ai. 1144, wo der Schol. es in dieser Bdtg bes. als argivisch bezeichnet; vgl. Posidipp. Ath. X, 414 e. Uebh. Vertiefung, Einschnitt, Il. 18, 564; Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κάπετος: ἡ, (ἀντὶ σκάπετος ἐκ τοῦ σκάπατος), τάφρος, ὄχθας καπέτοιο βαθείης, ἐπὶ τῆς περὶ τὰ πλοῖα τάφρου, Ἰλ. Ο. 356, πρβλ. Σ. 564:- ὀπὴ, τάφος, ἐς κοίλην κάπετον θέσαν Ἕκτορα Ω. 797· πρβλ. οφ. Αἴ. 1165, 1403· ὀπὴ πρὸς ὑποδοχὴν μοχλοῦ, αὐλάκιον μοχλοῦ, κτλ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834Β, 836Β.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 creux, enfoncement;
2 particul. fosse, fossé;
3 tombe, tombeau.
Étymologie: p. *σκάπετος de la R. Σκαπ ou Σκα, creuser, cf. σκάπτω.