αὐτομήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107
(6_19)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτομήτωρ''': -ορος, ἡ, αὐτὴ ἡ [[μήτηρ]] [[ἀπαράλλακτος]], ἀκριβῶς ὡς ἡ [[μήτηρ]], Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 7 [8]. 12· ― ὁ [[τύπος]] αὐτομήτηρ, ερος [[εἶναι]] [[ἀντίθετος]] τῇ ἀναλογίᾳ, Λοβ. Φρύν. 659.
|lstext='''αὐτομήτωρ''': -ορος, ἡ, αὐτὴ ἡ [[μήτηρ]] [[ἀπαράλλακτος]], ἀκριβῶς ὡς ἡ [[μήτηρ]], Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 7 [8]. 12· ― ὁ [[τύπος]] αὐτομήτηρ, ερος [[εἶναι]] [[ἀντίθετος]] τῇ ἀναλογίᾳ, Λοβ. Φρύν. 659.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ορος, ὁ<br />[[que es madre de sí mismo]], [[que se engendra a sí mismo]] θεός <i>BE</i> 1976.766 (Egipto), cf. Semon.8.12 (cód., prob. error).
}}
}}

Revision as of 12:04, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτομήτωρ Medium diacritics: αὐτομήτωρ Low diacritics: αυτομήτωρ Capitals: ΑΥΤΟΜΗΤΩΡ
Transliteration A: automḗtōr Transliteration B: automētōr Transliteration C: aftomitor Beta Code: au)tomh/twr

English (LSJ)

ορος, ἡ,

   A very mother herself, or her mother's very child, dub. in Semon.7.12.

German (Pape)

[Seite 399] ορος, ἡ, die leibhafte Mutter selbst, Simon. mul. vs. 12.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτομήτωρ: -ορος, ἡ, αὐτὴ ἡ μήτηρ ἀπαράλλακτος, ἀκριβῶς ὡς ἡ μήτηρ, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 7 [8]. 12· ― ὁ τύπος αὐτομήτηρ, ερος εἶναι ἀντίθετος τῇ ἀναλογίᾳ, Λοβ. Φρύν. 659.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
que es madre de sí mismo, que se engendra a sí mismo θεός BE 1976.766 (Egipto), cf. Semon.8.12 (cód., prob. error).