πριονώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρῑονώδης''': -ες, = [[πριονοειδής]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 5, Ἀνθ. Π. 7. 196, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655Ε. [ὁ Μελέαγρος ἐν Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχει ῐ, ἴδε ἐν λ. [[πρίων]]].
|lstext='''πρῑονώδης''': -ες, = [[πριονοειδής]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 5, Ἀνθ. Π. 7. 196, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655Ε. [ὁ Μελέαγρος ἐν Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχει ῐ, ἴδε ἐν λ. [[πρίων]]].
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><i>c.</i> [[πριονοειδής]].<br />'''Étymologie:''' [[πρίων]], -ωδης.
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρῑονώδης Medium diacritics: πριονώδης Low diacritics: πριονώδης Capitals: ΠΡΙΟΝΩΔΗΣ
Transliteration A: prionṓdēs Transliteration B: prionōdēs Transliteration C: prionodis Beta Code: prionw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like a saw, serrated, Thphr.HP1.10.5; κῶλα AP 7.196 (Mel.); σχήματα Clytus 1; in form πρῑονοειδής, Gal.2.737. Adv. -δῶς Dsc.1.108, al. [ῐ in APl.c.]

German (Pape)

[Seite 702] ες, = πριονοειδής; Mel. 111 (VII, 196), wo aber ι kurz gebraucht ist; Theophr. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

πρῑονώδης: -ες, = πριονοειδής, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 5, Ἀνθ. Π. 7. 196, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655Ε. [ὁ Μελέαγρος ἐν Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχει ῐ, ἴδε ἐν λ. πρίων].

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
c. πριονοειδής.
Étymologie: πρίων, -ωδης.