κράντωρ: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(6_19)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κράντωρ''': -ορος, ὁ, = [[κραντήρ]], κρ. ἐλευθερίας Ἐπιγρ. παρὰ Παυσ. 8. 52, 3. ΙΙ. [[κυβερνήτης]], [[βασιλεύς]], Εὐρ. Ἀνδρ. 508, Ἀνθ. Π. 6. 116.
|lstext='''κράντωρ''': -ορος, ὁ, = [[κραντήρ]], κρ. ἐλευθερίας Ἐπιγρ. παρὰ Παυσ. 8. 52, 3. ΙΙ. [[κυβερνήτης]], [[βασιλεύς]], Εὐρ. Ἀνδρ. 508, Ἀνθ. Π. 6. 116.
}}
{{grml
|mltxt=[[κράντωρ]], -ορος, ὁ (Α) [[κραίνω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει [[κάτι]] εις [[πέρας]]<br /><b>2.</b> [[κυβερνήτης]], [[ηγεμόνας]] («ὦ χθονὸς Φθίας κράντορες», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράντωρ Medium diacritics: κράντωρ Low diacritics: κράντωρ Capitals: ΚΡΑΝΤΩΡ
Transliteration A: krántōr Transliteration B: krantōr Transliteration C: krantor Beta Code: kra/ntwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = κραντήρ, κ. ἐλευθερίας Epigr. ap. Paus.8.52.6.    II ruler, sovereign, E.Andr.508 (lyr.), AP6.116 (Samos).

Greek (Liddell-Scott)

κράντωρ: -ορος, ὁ, = κραντήρ, κρ. ἐλευθερίας Ἐπιγρ. παρὰ Παυσ. 8. 52, 3. ΙΙ. κυβερνήτης, βασιλεύς, Εὐρ. Ἀνδρ. 508, Ἀνθ. Π. 6. 116.

Greek Monolingual

κράντωρ, -ορος, ὁ (Α) κραίνω (Ι)]
1. αυτός που φέρει κάτι εις πέρας
2. κυβερνήτης, ηγεμόνας («ὦ χθονὸς Φθίας κράντορες», Ευρ.).