ὁμοίϊος: Difference between revisions
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
(6_16) |
(Bailly1_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμοίϊος''': -ον, Ἐπικ. ἀντὶ [[ὅμοιος]], ον, [ῑ [[χάριν]] τοῦ μέτρου πρὸ μακρᾶς συλλαβῆς, ὁμοιΐου πτολέμοιο Ἰλ. Ι. 440., Ν. 358, 635 ἀλλὰ ῐ πρὸ τοῦ καταληκτικοῦ ον, Δ 314, 444]. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 168. | |lstext='''ὁμοίϊος''': -ον, Ἐπικ. ἀντὶ [[ὅμοιος]], ον, [ῑ [[χάριν]] τοῦ μέτρου πρὸ μακρᾶς συλλαβῆς, ὁμοιΐου πτολέμοιο Ἰλ. Ι. 440., Ν. 358, 635 ἀλλὰ ῐ πρὸ τοῦ καταληκτικοῦ ον, Δ 314, 444]. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 168. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>épq. c.</i> [[ὅμοιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 334] ον, ep. = ὅμοιος, w. m. s. [Bei langer Endsylbe wird des Verses wegen die vorletzte Sylbe lang, z. B. ὁμοιΐου, vgl. Spitzner vers. her. p. 33.]
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοίϊος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ ὅμοιος, ον, [ῑ χάριν τοῦ μέτρου πρὸ μακρᾶς συλλαβῆς, ὁμοιΐου πτολέμοιο Ἰλ. Ι. 440., Ν. 358, 635 ἀλλὰ ῐ πρὸ τοῦ καταληκτικοῦ ον, Δ 314, 444]. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 168.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
épq. c. ὅμοιος.