παῦλα: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παῦλα''': -ης, -ἡ, ([[παύω]]) [[παῦσις]], [[ἀνάπαυσις]], [[σημεῖον]] ἀναπαύσεως, Σοφ. Ο. Κ. 88· οὐκ ἐν παύλῃ ἐφαίνετο, δὲν ἐφαίνετο [[τέλος]] [[αὐτοῦ]], Θουκ. 6. 60. 2) [[μετὰ]] γενικ., π. νόσου, κακῶν, [[παῦσις]] ἢ [[τέλος]] ἀσθενείας, κτλ., ἢ [[ἀνάπαυσις]] ἀπό ..., Σοφοκλ. Φιλ. 1329, Τρ. 1255, Πλούτ., κτλ.· παῦλαν ἔχον τῆς κινήσεως παῦλαν ἔχει ζωῆς Πλάτ. Φαῖδρ 245C· ἡδονὴν … παῦλαν λύπης [[εἶναι]] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 584Β· π. ταῖς γυναιξὶ τοῦ τεκνοῦσθαι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 5, 2· ἡ π. τῆς τεκνοποιίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 7. 16. 9· ― παῦλάν τιν’ αὐτῶν, [[μέσον]] τι πρὸς παῦσιν αὐτῶν, Ξεν. Ἀν. 5. 7. 32. | |lstext='''παῦλα''': -ης, -ἡ, ([[παύω]]) [[παῦσις]], [[ἀνάπαυσις]], [[σημεῖον]] ἀναπαύσεως, Σοφ. Ο. Κ. 88· οὐκ ἐν παύλῃ ἐφαίνετο, δὲν ἐφαίνετο [[τέλος]] [[αὐτοῦ]], Θουκ. 6. 60. 2) [[μετὰ]] γενικ., π. νόσου, κακῶν, [[παῦσις]] ἢ [[τέλος]] ἀσθενείας, κτλ., ἢ [[ἀνάπαυσις]] ἀπό ..., Σοφοκλ. Φιλ. 1329, Τρ. 1255, Πλούτ., κτλ.· παῦλαν ἔχον τῆς κινήσεως παῦλαν ἔχει ζωῆς Πλάτ. Φαῖδρ 245C· ἡδονὴν … παῦλαν λύπης [[εἶναι]] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 584Β· π. ταῖς γυναιξὶ τοῦ τεκνοῦσθαι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 5, 2· ἡ π. τῆς τεκνοποιίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 7. 16. 9· ― παῦλάν τιν’ αὐτῶν, [[μέσον]] τι πρὸς παῦσιν αὐτῶν, Ξεν. Ἀν. 5. 7. 32. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> cessation, repos ; fin;<br /><b>2</b> action <i>ou</i> moyen de faire cesser, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (παύω)
A rest, pause, S.OC88 ; οὐκ ἐν παύλῃ ἐφαίνετο there seemed to be no end of it, Th.6.60. 2 c. gen., π. νόσου cessation or end of disease, S.Ph.1329, cf. Hp.Mul. 2.124 ; κακῶν S. Tr.1255, Plu.Thes.15 ; μόχθων prob. in B.9.8 ; παροξυσμοῦ Gal.10.604 ; παῦλαν ἔχον κινήσεως παῦλαν ἔχει ζωῆς Pl.Phdr.245c ; ἡδονὴν . . παῦλαν λύπης εἶναι Id.R.584b ; π. ταῖς γυναιξὶ τοῦ τεκνοῦσθαι Arist. HA585a35 ; ἡ π. τῆς τεκνοποιίας Id.Pol.1335a31 ; παῦλάν τιν' αὐτῶν some means of stopping them, X.An.5.7.32. (Written παῦλλα Puchstein Epigr.Gr.p.7.)
German (Pape)
[Seite 537] ἡ, Ruhe, Rast, das Aufhören; κακῶν, Soph. Trach. 1255; Ar. Lys. 772; νόσου, Soph. Phil. 1329; λύπης, Plat. Rep. IX, 584 b; κινήσεως, ζωῆς, Phaedr. 245 c; ἀγνοίας, Pol. 12, 28, 5; Folgde. Auch das Beendigen, Xen. An. 5, 7, 32.
Greek (Liddell-Scott)
παῦλα: -ης, -ἡ, (παύω) παῦσις, ἀνάπαυσις, σημεῖον ἀναπαύσεως, Σοφ. Ο. Κ. 88· οὐκ ἐν παύλῃ ἐφαίνετο, δὲν ἐφαίνετο τέλος αὐτοῦ, Θουκ. 6. 60. 2) μετὰ γενικ., π. νόσου, κακῶν, παῦσις ἢ τέλος ἀσθενείας, κτλ., ἢ ἀνάπαυσις ἀπό ..., Σοφοκλ. Φιλ. 1329, Τρ. 1255, Πλούτ., κτλ.· παῦλαν ἔχον τῆς κινήσεως παῦλαν ἔχει ζωῆς Πλάτ. Φαῖδρ 245C· ἡδονὴν … παῦλαν λύπης εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 584Β· π. ταῖς γυναιξὶ τοῦ τεκνοῦσθαι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 5, 2· ἡ π. τῆς τεκνοποιίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 7. 16. 9· ― παῦλάν τιν’ αὐτῶν, μέσον τι πρὸς παῦσιν αὐτῶν, Ξεν. Ἀν. 5. 7. 32.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 cessation, repos ; fin;
2 action ou moyen de faire cesser, gén..
Étymologie: παύω.