ἐκλεκτικός: Difference between revisions
(6_11) |
(big3_13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκλεκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν πρὸς τὸ ἐκλέγειν, ὁ ἐκλέγων, Δον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2, ἐν τέλει: - οἱ Ἐκλεκτικοί, φιλόσοφοι, οἵτινες ἐξ ἑκάστης φιλοσοφικῆς αἱρέσεως ἐξέλεγον καὶ παρελάμβανον ὅσα δόγματα ἐνόμιζον ὡς ὀρθά, ἴδε Διογ. Λ. προίμ. 21. | |lstext='''ἐκλεκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν πρὸς τὸ ἐκλέγειν, ὁ ἐκλέγων, Δον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2, ἐν τέλει: - οἱ Ἐκλεκτικοί, φιλόσοφοι, οἵτινες ἐξ ἑκάστης φιλοσοφικῆς αἱρέσεως ἐξέλεγον καὶ παρελάμβανον ὅσα δόγματα ἐνόμιζον ὡς ὀρθά, ἴδε Διογ. Λ. προίμ. 21. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> [[que debe ser escogido]], [[digno de ser elegido]], [[ἀξία]] Antip.<i>Stoic</i>.3.30, Plu.2.1071b.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>de pers. [[capaz de escoger]], [[capaz de elegir]] c. gen. [[αὐτός]] μ' ὁ θεὸς τοιούτων ἐκλεκτικὸν ἐποίησεν Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.46, τῶν κρατίστων δὲ καὶ κυριωτάτων D.H.<i>Lys</i>.15.3, τὸ ἐκλεκτικόν τε καὶ ἀπεκλεκτικὸν ἀγαθῶν τε καὶ κακῶν la habilidad de escoger lo bueno y rechazar lo malo</i> Dam.<i>in Phaed</i>.116<br /><b class="num">•</b>fig. de cosas [[que selecciona]], [[selectivo]] ὁδὸς ἐ. τῶν ἐν ταῖς τέχναις οἰκείων πρὸς ἀρετήν Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.26, (δυνάμεις) D.H.<i>Comp</i>.2.8<br /><b class="num">•</b>neutr. compar. como adv. [[con mayor capacidad selectiva]], [[con más discernimiento]] ἐκλεκτικώτερον προσιόντες τῇ κυριακῇ διδασκαλίᾳ Clem.Al.<i>Strom</i>.7.15.90.<br /><b class="num">2</b> esp. de filósofos, doctrinas, escuelas [[ecléctico]] [[αἵρεσις]] ref. la escuela de Potamón de Alejandría, D.L.1.21, cf. <i>SEG</i> 38.1177 (Éfeso I d.C.), τοῦτο σύμπαν τὸ ἐκλεκτικὸν φιλοσοφίαν φημί Clem.Al.<i>Strom</i>.1.7.37, de escuelas médicas, Gal.19.353<br /><b class="num">•</b>subst. οἱ ἐκλεκτικοί [[los filósofos eclécticos]] D.L.1.17 (var.).<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[selectivamente]] τοῖς ... πρ(ὸς) τήρησιν τ(ῆς) συστάσεως συμφέρουσιν ἐκλεκτικῶς Hierocl.9.10. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A capable of exercising moral choice, Chrysipp.Stoic.3.46. 2 ἐ. ἀξία value deserving such choice, Antip.ib.30,al. II picking out, selective, δυνάμεις D.H.Comp.2 fin.; οἱ ἐ.the Eclectics, philosophers who selected such doctrines as pleased them in every school, Gal.14.684; ἐ. αἵρεσις D.L.Prooem.21, Gal.19.353. III Adv. -κῶς Hierocl. p.41A.
German (Pape)
[Seite 767] ή, όν, auswählend, auslesend, D. Hal. C. V. 2; οἱ ἐκλεκτικοί, die Eklektiker, Philosophen, welche aus verschiedenen anderen Sekten einzelne Lehrsätze auswählten u. annahmen, D. L. prooem. 21 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλεκτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν πρὸς τὸ ἐκλέγειν, ὁ ἐκλέγων, Δον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2, ἐν τέλει: - οἱ Ἐκλεκτικοί, φιλόσοφοι, οἵτινες ἐξ ἑκάστης φιλοσοφικῆς αἱρέσεως ἐξέλεγον καὶ παρελάμβανον ὅσα δόγματα ἐνόμιζον ὡς ὀρθά, ἴδε Διογ. Λ. προίμ. 21.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I que debe ser escogido, digno de ser elegido, ἀξία Antip.Stoic.3.30, Plu.2.1071b.
II 1de pers. capaz de escoger, capaz de elegir c. gen. αὐτός μ' ὁ θεὸς τοιούτων ἐκλεκτικὸν ἐποίησεν Chrysipp.Stoic.3.46, τῶν κρατίστων δὲ καὶ κυριωτάτων D.H.Lys.15.3, τὸ ἐκλεκτικόν τε καὶ ἀπεκλεκτικὸν ἀγαθῶν τε καὶ κακῶν la habilidad de escoger lo bueno y rechazar lo malo Dam.in Phaed.116
•fig. de cosas que selecciona, selectivo ὁδὸς ἐ. τῶν ἐν ταῖς τέχναις οἰκείων πρὸς ἀρετήν Chrysipp.Stoic.3.26, (δυνάμεις) D.H.Comp.2.8
•neutr. compar. como adv. con mayor capacidad selectiva, con más discernimiento ἐκλεκτικώτερον προσιόντες τῇ κυριακῇ διδασκαλίᾳ Clem.Al.Strom.7.15.90.
2 esp. de filósofos, doctrinas, escuelas ecléctico αἵρεσις ref. la escuela de Potamón de Alejandría, D.L.1.21, cf. SEG 38.1177 (Éfeso I d.C.), τοῦτο σύμπαν τὸ ἐκλεκτικὸν φιλοσοφίαν φημί Clem.Al.Strom.1.7.37, de escuelas médicas, Gal.19.353
•subst. οἱ ἐκλεκτικοί los filósofos eclécticos D.L.1.17 (var.).
III adv. -ῶς selectivamente τοῖς ... πρ(ὸς) τήρησιν τ(ῆς) συστάσεως συμφέρουσιν ἐκλεκτικῶς Hierocl.9.10.