προσιτός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσῐτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, Πλουτ. Φιλοπ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 7. | |lstext='''προσῐτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, Πλουτ. Φιλοπ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />accessible.<br />'''Étymologie:''' [[πρόσειμι]]². | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A approachable, of places, Str.6.2.8, J.BJ3.7.7; τὸ π. τοῦ τείχους ib.3.7.8. II of character, ἦθος π. Plu.Phil. 15.
German (Pape)
[Seite 767] adj. verb. zu πρόσειμι, zugänglich, Plut. Philop. 15.
Greek (Liddell-Scott)
προσῐτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, Πλουτ. Φιλοπ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
accessible.
Étymologie: πρόσειμι².