μεγαλόζωνος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(6_17) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλόζωνος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλην ζώνην, Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 175. | |lstext='''μεγᾰλόζωνος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλην ζώνην, Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 175. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεγαλόζωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[φορά]] [[μεγάλη]] [[ζώνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ζώνη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλί</i>-<i>ζωνος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A gloss on λιπαρόζωνος, Sch.E.Ph.175.
German (Pape)
[Seite 106] mit großem Gürtel, Schol. Eur. Phoen. 175.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόζωνος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλην ζώνην, Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 175.
Greek Monolingual
μεγαλόζωνος, -ον (Α)
αυτός που φορά μεγάλη ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ζώνη (πρβλ. καλλί-ζωνος)].