ὠχραίνω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
(6_13b)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠχραίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ, ποιῶ τι ὠχρόν, Ὀρφ. Ἀργον. 1305. -Παθ., [[γίνομαι]] [[ὠχρός]], ἀντίθετον τῷ ἐρυθραίνομαι, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 193. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[ὠχρός]], Νικ. Θηρ. 254.
|lstext='''ὠχραίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ, ποιῶ τι ὠχρόν, Ὀρφ. Ἀργον. 1305. -Παθ., [[γίνομαι]] [[ὠχρός]], ἀντίθετον τῷ ἐρυθραίνομαι, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 193. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[ὠχρός]], Νικ. Θηρ. 254.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὠχραίνω]] ΝΑ [[ὠχρός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] ωχρό, κίτρινο<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[ωχρός]].
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠχραίνω Medium diacritics: ὠχραίνω Low diacritics: ωχραίνω Capitals: ΩΧΡΑΙΝΩ
Transliteration A: ōchraínō Transliteration B: ōchrainō Transliteration C: ochraino Beta Code: w)xrai/nw

English (LSJ)

   A make pale or wan, Orph.A.1308:—Pass., to become so, Sor.2.45; opp. ἐρυθραίνομαι, S.E.M.7.193, cf. Max.Tyr.34.2.    II intrans., to be or become so, Nic.Th.254.

Greek (Liddell-Scott)

ὠχραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, ποιῶ τι ὠχρόν, Ὀρφ. Ἀργον. 1305. -Παθ., γίνομαι ὠχρός, ἀντίθετον τῷ ἐρυθραίνομαι, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 193. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι ἢ γίνομαι ὠχρός, Νικ. Θηρ. 254.

Greek Monolingual

ὠχραίνω ΝΑ ὠχρός
1. καθιστώ κάτι ωχρό, κίτρινο
2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι ωχρός.