σκευότριψ: Difference between revisions
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
(6_12) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκευότριψ''': -ῐβος, ὁ, ἡ, ([[τρίβω]]) ὁ συντρίβων σκεύη, Ἀρκάδ. 94. | |lstext='''σκευότριψ''': -ῐβος, ὁ, ἡ, ([[τρίβω]]) ὁ συντρίβων σκεύη, Ἀρκάδ. 94. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ιβος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που συντρίβει σκεύη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκεύος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριψ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αχυρό</i>-<i>τριψ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ῐβος, ὁ, ἡ, (τρίβω)
A one who breaks vessels, Hdn.Gr.1.246.
German (Pape)
[Seite 894] ιβος, von Arcad. 94 ohne Erkl. angeführt.
Greek (Liddell-Scott)
σκευότριψ: -ῐβος, ὁ, ἡ, (τρίβω) ὁ συντρίβων σκεύη, Ἀρκάδ. 94.
Greek Monolingual
-ιβος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που συντρίβει σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεύος + -τριψ (< τρίβω), πρβλ. αχυρό-τριψ].