εὔσειστος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔσειστος''': -ον, εἰς σεισμοὺς ὑποκείμενος, Στράβ. 447.
|lstext='''εὔσειστος''': -ον, εἰς σεισμοὺς ὑποκείμενος, Στράβ. 447.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔσειστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που σείεται ή μπορεί εύκολα να σειστεί<br /><b>2.</b> (για περιοχές) σεισμοπαθής, με συχνές σεισμικές δονήσεις<br /><b>μσν.</b><br />[[ευκίνητος]], [[εύστροφος]].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσειστος Medium diacritics: εὔσειστος Low diacritics: εύσειστος Capitals: ΕΥΣΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eúseistos Transliteration B: euseistos Transliteration C: eyseistos Beta Code: eu)/seistos

English (LSJ)

ον,

   A liable to earthquakes, Str.10.1.9.

German (Pape)

[Seite 1097] leicht zu erschüttern, bes. den Erderschütterungen ausgesetzt, Strab. X p. 447 n. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

εὔσειστος: -ον, εἰς σεισμοὺς ὑποκείμενος, Στράβ. 447.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔσειστος, -ον)
1. αυτός που σείεται ή μπορεί εύκολα να σειστεί
2. (για περιοχές) σεισμοπαθής, με συχνές σεισμικές δονήσεις
μσν.
ευκίνητος, εύστροφος.