καθότι: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθότι''': Ἰων. [[κατότι]], ἀντὶ τοῦ καθ’ ὅ τι, ὁ μὲν Ἀρταβαζάνης, [[κατότι]] πρεσβύτατός τε εἴη Ἡρόδ. 7. 2· [[καθότι]] (καθ’ ὅ τι) χωρήσει, πῶς θὰ προχωρήσῃ, τί [[τέλος]] θὰ λάβῃ, Θουκ. 1. 82· γνώμην ἐσενεγκεῖν εἰς τὸν δῆμον [[καθότι]] (καθ’ ὅ τι) ἄριστα ἡ [[πόλις]] οἰκήσεται· κατὰ τίνα τρόπον, ὁ αὐτ. 8. 67, πρβλ. 4. 34., 5. 76· καθ’ ὅσον, Πολύβ. 18. 19, 5, κλ. Ἐν ταῖς ἀρίσταις ἐκδόσεσι νῦν γράφεται [[διῃρημένως]]. | |lstext='''καθότι''': Ἰων. [[κατότι]], ἀντὶ τοῦ καθ’ ὅ τι, ὁ μὲν Ἀρταβαζάνης, [[κατότι]] πρεσβύτατός τε εἴη Ἡρόδ. 7. 2· [[καθότι]] (καθ’ ὅ τι) χωρήσει, πῶς θὰ προχωρήσῃ, τί [[τέλος]] θὰ λάβῃ, Θουκ. 1. 82· γνώμην ἐσενεγκεῖν εἰς τὸν δῆμον [[καθότι]] (καθ’ ὅ τι) ἄριστα ἡ [[πόλις]] οἰκήσεται· κατὰ τίνα τρόπον, ὁ αὐτ. 8. 67, πρβλ. 4. 34., 5. 76· καθ’ ὅσον, Πολύβ. 18. 19, 5, κλ. Ἐν ταῖς ἀρίσταις ἐκδόσεσι νῦν γράφεται [[διῃρημένως]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>conj.</i><br /><b>1</b> comment, de quelle manière;<br /><b>2</b> selon que, comme;<br /><b>3</b> en ce que, en tant que ; dans la mesure où.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], ὅ [[τι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. κατ-, for καθ' ὅ τι (which shd. perh. be written)
A in what manner, IG12.24.8, al., Hdt.7.2, Th.1.82, etc.; κ. γέγραπται as is written, SIG577.18 (Milet., iii/ii B.C.), etc.; so far as, inasmuch as, Plb.4.25.3, al.
German (Pape)
[Seite 1289] d. i. καθ' ὅτι, insofern, wofern, besser getrennt geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
καθότι: Ἰων. κατότι, ἀντὶ τοῦ καθ’ ὅ τι, ὁ μὲν Ἀρταβαζάνης, κατότι πρεσβύτατός τε εἴη Ἡρόδ. 7. 2· καθότι (καθ’ ὅ τι) χωρήσει, πῶς θὰ προχωρήσῃ, τί τέλος θὰ λάβῃ, Θουκ. 1. 82· γνώμην ἐσενεγκεῖν εἰς τὸν δῆμον καθότι (καθ’ ὅ τι) ἄριστα ἡ πόλις οἰκήσεται· κατὰ τίνα τρόπον, ὁ αὐτ. 8. 67, πρβλ. 4. 34., 5. 76· καθ’ ὅσον, Πολύβ. 18. 19, 5, κλ. Ἐν ταῖς ἀρίσταις ἐκδόσεσι νῦν γράφεται διῃρημένως.
French (Bailly abrégé)
conj.
1 comment, de quelle manière;
2 selon que, comme;
3 en ce que, en tant que ; dans la mesure où.
Étymologie: κατά, ὅ τι.