ἀργυροποιός: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργῠροποιός''': ὁ κατεργαζόμενος τὸν ἄργυρον, Ἀνθ. Π. 14. 50: ― ἀργυροποίητος, ον, ὁ ἐξ ἀργύρου πεποιημένος, Ἰουστῖν. Ἱστ. σ. 153C· ἀργυροποιῒα, ἡ, ἡ τοῦ ἀργυροποιοῦ [[τέχνη]], μνημονεύεται ἐκ χειρογρ. Ψευδο-Δημοκρίτου. | |lstext='''ἀργῠροποιός''': ὁ κατεργαζόμενος τὸν ἄργυρον, Ἀνθ. Π. 14. 50: ― ἀργυροποίητος, ον, ὁ ἐξ ἀργύρου πεποιημένος, Ἰουστῖν. Ἱστ. σ. 153C· ἀργυροποιῒα, ἡ, ἡ τοῦ ἀργυροποιοῦ [[τέχνη]], μνημονεύεται ἐκ χειρογρ. Ψευδο-Δημοκρίτου. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui travaille l’argent, orfèvre.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[ποιέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A worker in silver, AP14.50.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠροποιός: ὁ κατεργαζόμενος τὸν ἄργυρον, Ἀνθ. Π. 14. 50: ― ἀργυροποίητος, ον, ὁ ἐξ ἀργύρου πεποιημένος, Ἰουστῖν. Ἱστ. σ. 153C· ἀργυροποιῒα, ἡ, ἡ τοῦ ἀργυροποιοῦ τέχνη, μνημονεύεται ἐκ χειρογρ. Ψευδο-Δημοκρίτου.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui travaille l’argent, orfèvre.
Étymologie: ἄργυρος, ποιέω.