προκατάκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προκατάκειμαι''': Παθ., [[κατάκειμαι]], εἶμαι ἀνακεκλιμένος πρὸ ἄλλου τινός, ὡς π.χ. ἐν δείπνῳ, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 26, Ἡλιόδ. 4. 16.
|lstext='''προκατάκειμαι''': Παθ., [[κατάκειμαι]], εἶμαι ἀνακεκλιμένος πρὸ ἄλλου τινός, ὡς π.χ. ἐν δείπνῳ, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 26, Ἡλιόδ. 4. 16.
}}
{{bailly
|btext=être couché (à table) à la première place <i>ou</i> sur un lit plus élevé que les autres.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κατάκειμαι]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[προκατακλίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκατάκειμαι Medium diacritics: προκατάκειμαι Low diacritics: προκατάκειμαι Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: prokatákeimai Transliteration B: prokatakeimai Transliteration C: prokatakeimai Beta Code: prokata/keimai

English (LSJ)

   A lie down before, at meals, Luc. Merc.Cond.26,Hld.4.16.

German (Pape)

[Seite 728] (s. κεῖμαι), sich davor od. vorher niederlegen, Luc. de merc. cond. 26, bei Tisch einen höheren Platz einnehmen, s. προκατακλίνω.

Greek (Liddell-Scott)

προκατάκειμαι: Παθ., κατάκειμαι, εἶμαι ἀνακεκλιμένος πρὸ ἄλλου τινός, ὡς π.χ. ἐν δείπνῳ, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 26, Ἡλιόδ. 4. 16.

French (Bailly abrégé)

être couché (à table) à la première place ou sur un lit plus élevé que les autres.
Étymologie: πρό, κατάκειμαι.
Par. προκατακλίνω.