σκαλμός: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκαλμός''': ὁ, τὸ [[ξύλον]] ἢ [[πασσαλίσκος]] πρὸς ὃν παρ’ Ἕλλησιν ἡρμοζετο ἡ [[κώπη]] διὰ τοῦ τροπωτῆρος, «[[σκαρμός]]», Λατιν. scalmus, paxillus, Ὕμν. Ὁμ. 6. 42, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 376, Εὐρ. Ἑλ. 1598, Ι. Τ. 1347· [[ὑπομόχλιον]] ὁ σκ. γίνεται Ἀριστ. Μηχαν. 4, 1. ΙΙ. σκ. [[θρανίτης]], [[κάθισμα]] ἐρετῶν, Πολύβ. 16. 3, 4.
|lstext='''σκαλμός''': ὁ, τὸ [[ξύλον]] ἢ [[πασσαλίσκος]] πρὸς ὃν παρ’ Ἕλλησιν ἡρμοζετο ἡ [[κώπη]] διὰ τοῦ τροπωτῆρος, «[[σκαρμός]]», Λατιν. scalmus, paxillus, Ὕμν. Ὁμ. 6. 42, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 376, Εὐρ. Ἑλ. 1598, Ι. Τ. 1347· [[ὑπομόχλιον]] ὁ σκ. γίνεται Ἀριστ. Μηχαν. 4, 1. ΙΙ. σκ. [[θρανίτης]], [[κάθισμα]] ἐρετῶν, Πολύβ. 16. 3, 4.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />cheville où l’on fixe la rame au plat-bord du navire.<br />'''Étymologie:''' [[σκάλλω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαλμός Medium diacritics: σκαλμός Low diacritics: σκαλμός Capitals: ΣΚΑΛΜΟΣ
Transliteration A: skalmós Transliteration B: skalmos Transliteration C: skalmos Beta Code: skalmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A pin or thole to which the Greek oar was fastened by the τροπωτήρ, h.Hom.7.42, A.Pers.376, E.Hel.1598, IT1347; ὑπομόχλιον ὁ σ. γίνεται Arist.Mech.850b11; κατὰ σκαλμὸν ἐρέσσειν (opp. paddle) Arr.Ind.27.5:—of the πριαπίσκος in the βάθρον Ἱπποκράτους, Ruf. ap. Orib.49.26.6.    II σ. θρανίτης a bank or bench of rowers, Plb.16.3.4.    III = σκαλισμός 1, POxy.1631.12 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 888] ὁ, der Pflock am Seitenbord des Schiffes, od. das Lager, worauf das Ruder ruht u. angebunden wird, der Dallen; τρωποῦτο κώπην σκαλμὸν ἀμφ' εὐήρετμον, Aesch. Pers. 368; ἐπὶ σκαλμῶν πλάτας ἄγοντες, Eur. I. T. 1347; Hel. 1614; in Prosa, Pol. 16, 3, 4; vgl. Böckh Att. Seew.

Greek (Liddell-Scott)

σκαλμός: ὁ, τὸ ξύλονπασσαλίσκος πρὸς ὃν παρ’ Ἕλλησιν ἡρμοζετο ἡ κώπη διὰ τοῦ τροπωτῆρος, «σκαρμός», Λατιν. scalmus, paxillus, Ὕμν. Ὁμ. 6. 42, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 376, Εὐρ. Ἑλ. 1598, Ι. Τ. 1347· ὑπομόχλιον ὁ σκ. γίνεται Ἀριστ. Μηχαν. 4, 1. ΙΙ. σκ. θρανίτης, κάθισμα ἐρετῶν, Πολύβ. 16. 3, 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
cheville où l’on fixe la rame au plat-bord du navire.
Étymologie: σκάλλω.