παρῳδέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρῳδέω''': [[διαστρέφω]] τι ἐπὶ τὸ κωμικώτερον, [[μεταβάλλω]] σκωπτικῶς τὰς λέξεις ποιήματός τινος, (ἴδε [[παρῳδία]]), Διογ. Λ. 4. 52, Λουκ. Χαρίδημ. 14, κτλ.· π. ἐπί τινι τὸ [[ἐλεγεῖον]] Φιλόστρ. 486· ἐκ τῶν Ἡσιόδου .. Ἠοίων πεπαρῴδηται Ἀθήν. 364Β, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 263. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παρῳδοῦντες· παρατραγῳδοῦντες. χλευάζοντες»: ― ῥημ. ἐπίθ., παρῳδητέον, παρῳδητέον τὰ ἔπη Εὐστ. 1423. 2.
|lstext='''παρῳδέω''': [[διαστρέφω]] τι ἐπὶ τὸ κωμικώτερον, [[μεταβάλλω]] σκωπτικῶς τὰς λέξεις ποιήματός τινος, (ἴδε [[παρῳδία]]), Διογ. Λ. 4. 52, Λουκ. Χαρίδημ. 14, κτλ.· π. ἐπί τινι τὸ [[ἐλεγεῖον]] Φιλόστρ. 486· ἐκ τῶν Ἡσιόδου .. Ἠοίων πεπαρῴδηται Ἀθήν. 364Β, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 263. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παρῳδοῦντες· παρατραγῳδοῦντες. χλευάζοντες»: ― ῥημ. ἐπίθ., παρῳδητέον, παρῳδητέον τὰ ἔπη Εὐστ. 1423. 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />chanter un air en le parodiant, parodier.<br />'''Étymologie:''' [[παρῳδός]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρῳδέω Medium diacritics: παρῳδέω Low diacritics: παρωδέω Capitals: ΠΑΡΩΔΕΩ
Transliteration A: parōidéō Transliteration B: parōdeō Transliteration C: parodeo Beta Code: parw|de/w

English (LSJ)

   A write by way of parody, D.L.4.52, Luc.Cont.14, etc.; π. ἐπί τινι τόδε τὸ ἐλεγεῖον Philostr.VS1.5 ; ἅπερ ἐκ τῶν Ἡσιόδου . . Ἠοίων πεπαρῴδηται Ath.8.364b, cf. Sch.Ar.Pl.253, etc.

German (Pape)

[Seite 529] 1) daneben singen, nebenbei besingen, anführen. – 2) ein Lied verändert, parodirt singen, bes. einen Gesang auf komische Weise nachahmen, Schol. Ar. Ach. 8 παρ. καλεῖται, ὅταν ἐκ τραγῳδίας μετενεχθῇ; so Ath. VIII, 364 b; Luc. Char. 14 u. öfter, u. a. Sp. Daher auch χλευάζειν erkl., verspotten, parodiren, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρῳδέω: διαστρέφω τι ἐπὶ τὸ κωμικώτερον, μεταβάλλω σκωπτικῶς τὰς λέξεις ποιήματός τινος, (ἴδε παρῳδία), Διογ. Λ. 4. 52, Λουκ. Χαρίδημ. 14, κτλ.· π. ἐπί τινι τὸ ἐλεγεῖον Φιλόστρ. 486· ἐκ τῶν Ἡσιόδου .. Ἠοίων πεπαρῴδηται Ἀθήν. 364Β, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 263. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παρῳδοῦντες· παρατραγῳδοῦντες. χλευάζοντες»: ― ῥημ. ἐπίθ., παρῳδητέον, παρῳδητέον τὰ ἔπη Εὐστ. 1423. 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
chanter un air en le parodiant, parodier.
Étymologie: παρῳδός.