ἐξισάζω: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(6_2)
(12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξῐσάζω''': [[κάμνω]] τι ἴσον, [[ἰσάζω]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 745. - Μέσ., [[κάμνω]] ἐμαυτὸν ἴσον, ἐν μέσῳ μεγιστάνων μὴ ἐξισάζου Ἑβδ. (Σειρ. ΑΕ΄ (ΛΒ΄) 9): - Παθ., εἶμαι [[ἴσος]], τινὶ Στράβ. 84.
|lstext='''ἐξῐσάζω''': [[κάμνω]] τι ἴσον, [[ἰσάζω]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 745. - Μέσ., [[κάμνω]] ἐμαυτὸν ἴσον, ἐν μέσῳ μεγιστάνων μὴ ἐξισάζου Ἑβδ. (Σειρ. ΑΕ΄ (ΛΒ΄) 9): - Παθ., εἶμαι [[ἴσος]], τινὶ Στράβ. 84.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐξισάζω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[ισιώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[θεωρώ]] τον εαυτό μου ίσο με κάποιον<br /><b>μσν.</b><br />[[φέρνω]] [[ισορροπία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ίσος]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐξισάζομαι</i><br />κρίνομαι, [[είμαι]] [[ίσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ισάζω]] «εξισώ» (<span style="color: red;"><</span> [[ίσος]])].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῐσάζω Medium diacritics: ἐξισάζω Low diacritics: εξισάζω Capitals: ΕΞΙΣΑΖΩ
Transliteration A: exisázō Transliteration B: exisazō Transliteration C: eksisazo Beta Code: e)cisa/zw

English (LSJ)

   A make equal, τοῖς ἐνθυμήμασι τὴν λέξιν Steph.in Hp.1.57 D.; σεαυτὸν τῷ θεῷ Corp.Herm.11.20, cf. Sch.Il.13.745:—Med., make oneself equal, LXXSi.35(32).9(13).—Pass., to be equal, τῇ Ἰνδικῇ Str.2.1.31.    II Act. intr., to be equal, Id.17.3.1, Hermog.Stat.1, Olymp. in Mete.158.15.    2 to be coextensive, Ascl.in Metaph.381.31, Procl.in Prm.p.857S., Dam.Pr.144; ταῦτα ἀλλήλοις ἐξισάζει Procl.in R.1.29K.

German (Pape)

[Seite 883] gleich sein, Sp.; – gleich machen, Schol. Il. 13, 745; – im pass., Strab. II p. 84.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῐσάζω: κάμνω τι ἴσον, ἰσάζω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 745. - Μέσ., κάμνω ἐμαυτὸν ἴσον, ἐν μέσῳ μεγιστάνων μὴ ἐξισάζου Ἑβδ. (Σειρ. ΑΕ΄ (ΛΒ΄) 9): - Παθ., εἶμαι ἴσος, τινὶ Στράβ. 84.

Greek Monolingual

ἐξισάζω (AM)
1. ισιώνω
2. μέσ. θεωρώ τον εαυτό μου ίσο με κάποιον
μσν.
φέρνω ισορροπία
αρχ.
1. είμαι ίσος
2. παθ. ἐξισάζομαι
κρίνομαι, είμαι ίσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ισάζω «εξισώ» (< ίσος)].