μελισσοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(6_18)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελισσοφάγος''': -ον, ὁ τρώγων μελίσσας, ὄρνιθες Εὐστ. 179. 6.
|lstext='''μελισσοφάγος''': -ον, ὁ τρώγων μελίσσας, ὄρνιθες Εὐστ. 179. 6.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Μ [[μελισσοφάγος]], -ον)<br />(για ζώα και πτηνά) αυτός που τρώει μέλισσες («μελισσοφάγοι ὄρνιθες», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> γενική [[κοινή]] [[ονομασία]] τών 24 [[περίπου]] ειδών κορακιόμορφων πτηνών της οικογένειας meropidae και ειδικότερα του είδους Merops apiaster.
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσοφάγος Medium diacritics: μελισσοφάγος Low diacritics: μελισσοφάγος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: melissophágos Transliteration B: melissophagos Transliteration C: melissofagos Beta Code: melissofa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον,

   A eating bees, Eust.179.6.

German (Pape)

[Seite 124] Bienen fressend, Eust. 179, 7.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοφάγος: -ον, ὁ τρώγων μελίσσας, ὄρνιθες Εὐστ. 179. 6.

Greek Monolingual

-ο (Μ μελισσοφάγος, -ον)
(για ζώα και πτηνά) αυτός που τρώει μέλισσες («μελισσοφάγοι ὄρνιθες», Ευστ.)
νεοελλ.
ζωολ. γενική κοινή ονομασία τών 24 περίπου ειδών κορακιόμορφων πτηνών της οικογένειας meropidae και ειδικότερα του είδους Merops apiaster.