μέτοχος: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μέτοχος''': -ον, ([[μετέχω]], [[μετοχή]]), ὁ μετέχων, ἔχων [[μέρος]] ἔκ τινος, [[μετὰ]] γεν., τῆς συμφορῆς τὸ [[πλεῦν]] [[μέτοχος]] Ἡρόδ. 3. 52· μ. ἐλπίδων, τέχνης, κτλ., Εὐρ. Ἴων 697, Πλάτ. Φαῖδρ. 262D, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ μετέχων εἰς [[ἔργον]] τι, συναυτουργός, [[συνεργός]], τοῦ φόνου Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 721, Ἀντιφῶν 123. 38· ἀπολ., Θουκ. 8. 92. ΙΙΙ. θεῶν μέτοχοι, οἱ ἡμίθεοι, Ἀριστ. ἐν Bgk Λυρ. 458. | |lstext='''μέτοχος''': -ον, ([[μετέχω]], [[μετοχή]]), ὁ μετέχων, ἔχων [[μέρος]] ἔκ τινος, [[μετὰ]] γεν., τῆς συμφορῆς τὸ [[πλεῦν]] [[μέτοχος]] Ἡρόδ. 3. 52· μ. ἐλπίδων, τέχνης, κτλ., Εὐρ. Ἴων 697, Πλάτ. Φαῖδρ. 262D, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ μετέχων εἰς [[ἔργον]] τι, συναυτουργός, [[συνεργός]], τοῦ φόνου Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 721, Ἀντιφῶν 123. 38· ἀπολ., Θουκ. 8. 92. ΙΙΙ. θεῶν μέτοχοι, οἱ ἡμίθεοι, Ἀριστ. ἐν Bgk Λυρ. 458. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui participe à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μετέχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A sharing in, partaking of, c. gen., [τῆς συμφορῆς] τὸ πλεῦν μέτοχος Hdt.3.52; μ. ἐλπίδων, τέχνης, E.Ion698 (lyr.), Pl.Phdr. 262d; τοῦ βίου, of a wife, Diod.Com.3.5; δίκης Arist.Mu.401b29. II Subst., partner, accomplice in, τοῦ φόνου E.HF721, Antipho 3.3.11: abs., Th.8.92; partner in business, PHib.1.109.3 (iii B. C.), PCair.Zen.176.102 (iii B. C.), Ostr.Bodl.i92, 251 (ii B. C.), Ev.Luc.5.7, etc. 2 member of a board of officials, freq. in phrase ὁ δεῖνα καὶ μέτοχοι πράκτορες, ἐπιτηρηταί, ἀγορανόμοι, τραπεζῖται, etc., PFlor.358.5 (ii A. D.), PSI2.160.4 (ii A. D.), PStrassb.52.17 (ii A. D.), POxy.96.4 (ii A. D.), etc. 3 joint owner of a house, CPHerm.119 Aiv 20 (iii A. D.). III θεῶν μέτοχοι, of the demigods, Arist.Fr. 640.20, cf. IG14.2117 (Rome).
German (Pape)
[Seite 162] theilhabend, theilnehmend, τινός, woran, πόλεως, τέχνης, Plat. Legg. III, 689 d Phaedr. 262 d u. öfter; συμφορῆς τὸ πλεῦν μέτοχος, Her. 3, 52; absol., Thuc. 8, 92; θεῶν, Arist. ep. 3 (App. 9, 341; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μέτοχος: -ον, (μετέχω, μετοχή), ὁ μετέχων, ἔχων μέρος ἔκ τινος, μετὰ γεν., τῆς συμφορῆς τὸ πλεῦν μέτοχος Ἡρόδ. 3. 52· μ. ἐλπίδων, τέχνης, κτλ., Εὐρ. Ἴων 697, Πλάτ. Φαῖδρ. 262D, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ μετέχων εἰς ἔργον τι, συναυτουργός, συνεργός, τοῦ φόνου Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 721, Ἀντιφῶν 123. 38· ἀπολ., Θουκ. 8. 92. ΙΙΙ. θεῶν μέτοχοι, οἱ ἡμίθεοι, Ἀριστ. ἐν Bgk Λυρ. 458.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui participe à, gén..
Étymologie: μετέχω.