δίιξις: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(6_8)
(9)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίιξις''': -εως, ἡ, ([[διικνέομαι]]), διείσδυσις, Πρόκλ. Ἀλκιβ. 2. 215.
|lstext='''δίιξις''': -εως, ἡ, ([[διικνέομαι]]), διείσδυσις, Πρόκλ. Ἀλκιβ. 2. 215.
}}
{{grml
|mltxt=[[δίιξις]], η (Α) [[διικνούμαι]]<br /><b>1.</b> [[διείσδυση]]<br /><b>2.</b> [[διείσδυση]] τών αισθήσεων στη [[συνείδηση]]<br /><b>3.</b> [[διήγηση]].
}}
}}

Latest revision as of 06:27, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 625] ἡ, das Durchdringen, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

δίιξις: -εως, ἡ, (διικνέομαι), διείσδυσις, Πρόκλ. Ἀλκιβ. 2. 215.

Greek Monolingual

δίιξις, η (Α) διικνούμαι
1. διείσδυση
2. διείσδυση τών αισθήσεων στη συνείδηση
3. διήγηση.