ἄγευστος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄγευστος''': -ον, (γεύομαι) ἐνεργ., ὁ μὴ γευόμενος, ὁ [[ἄνευ]] γεύσεως πράγματός τινος, ἀπεχόμενος, νηστεύων, πλακοῦντος, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ποιητῇ», 1, ἰσχύων, Λουκ. Κρον. 28· μεταφ., οἶσι κακῶν [[ἄγευστος]] αἰών, Σοφ. Ἀντ. 583, ἐλευθερίας ἄγ., Πλάτ. Πολ. 576Α, τῶν τερπνῶν, Ξεν. Ἀπομ. 2. 1. 23, τοῦ καλοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 10 (9), 4: - ἀπολ., [[ἀνάριστος]], [[νηστικός]], ἄποτοι και ἄγ., Λουκ. Τίμ. 18. ΙΙ. παθ., ὁ [[ἄνευ]] γεύσεως, ὁ μὴ ὢν [[γευστός]], Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 10. 3. 2) ὃν δὲν ἐγεύθη τις, Πλούτ. 2. 731D, κτλ.
|lstext='''ἄγευστος''': -ον, (γεύομαι) ἐνεργ., ὁ μὴ γευόμενος, ὁ [[ἄνευ]] γεύσεως πράγματός τινος, ἀπεχόμενος, νηστεύων, πλακοῦντος, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ποιητῇ», 1, ἰσχύων, Λουκ. Κρον. 28· μεταφ., οἶσι κακῶν [[ἄγευστος]] αἰών, Σοφ. Ἀντ. 583, ἐλευθερίας ἄγ., Πλάτ. Πολ. 576Α, τῶν τερπνῶν, Ξεν. Ἀπομ. 2. 1. 23, τοῦ καλοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 10 (9), 4: - ἀπολ., [[ἀνάριστος]], [[νηστικός]], ἄποτοι και ἄγ., Λουκ. Τίμ. 18. ΙΙ. παθ., ὁ [[ἄνευ]] γεύσεως, ὁ μὴ ὢν [[γευστός]], Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 10. 3. 2) ὃν δὲν ἐγεύθη τις, Πλούτ. 2. 731D, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> dont on n’a pas goûté, dont on ne goûte pas;<br /><b>II. 1</b> qui n’a pas goûté <i>ou</i> ne goûte pas de, gén.;<br /><b>2</b> qui n’a goûté de rien, à jeun.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[γεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:22, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγευστος Medium diacritics: ἄγευστος Low diacritics: άγευστος Capitals: ΑΓΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: ágeustos Transliteration B: ageustos Transliteration C: agefstos Beta Code: a)/geustos

English (LSJ)

ον, (γεύομαι) Act.,

   A not tasting or having tasted, πλακοῦντος Pl.Com.113; ἰχθύων Luc.Sat.28: metaph., οἷσι κακῶν ἄ. αἰών S Ant.583; ἐλευθερίας ἄ. Pl.R.576a; τῶν τερπνῶν X.Mem.2.1.23; τοῦ καλοῦ Arist.EN1179b15; τῶν ἀγαθῶν Phld.Ir.p.60 W.; προβλήματα ἀμφιβολίας καὶ ζητήσεως ἄ. Alex.Aphr.Pr.Praef.:—abs., without eating, ἄποτοι καὶ ἄ. Luc.Tim.18.    II Pass., tasteless, Arist.de An.422a30.    2 untasted, Plu.2.731d, Porph.Abst.2.27.

German (Pape)

[Seite 13] 1) der nicht gekostet, nicht erfahren hat, λέκτρων Aesch. frg. 219; αἰὼν ἄγ. κακῶν Soph. Ant. 579 ch; τερπνῶν ἄγ. Xen. Mem. 2, 1, 23; ἐλευθερίας καὶ φιλίας Plat. Rep. IX, 504 b; παῤῥησίας Plut. ed. lib. 17; so auch Luc. Nigr. 15; aber mit ἄποτοι, im eigtl. Sinne, Tim. 18, vom Tantalus. – 2) pass. nicht gekostet, Arist. de an. 2, 10; nicht gegessen, ζώων ἀγεύστων πρότερον ἥψαντο Plut. Arat. 17; τροφή Symp. 8, 9, 2; neben ἄβρωτος πρότερον ib. (p. 387).

Greek (Liddell-Scott)

ἄγευστος: -ον, (γεύομαι) ἐνεργ., ὁ μὴ γευόμενος, ὁ ἄνευ γεύσεως πράγματός τινος, ἀπεχόμενος, νηστεύων, πλακοῦντος, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ποιητῇ», 1, ἰσχύων, Λουκ. Κρον. 28· μεταφ., οἶσι κακῶν ἄγευστος αἰών, Σοφ. Ἀντ. 583, ἐλευθερίας ἄγ., Πλάτ. Πολ. 576Α, τῶν τερπνῶν, Ξεν. Ἀπομ. 2. 1. 23, τοῦ καλοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 10 (9), 4: - ἀπολ., ἀνάριστος, νηστικός, ἄποτοι και ἄγ., Λουκ. Τίμ. 18. ΙΙ. παθ., ὁ ἄνευ γεύσεως, ὁ μὴ ὢν γευστός, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 10. 3. 2) ὃν δὲν ἐγεύθη τις, Πλούτ. 2. 731D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. dont on n’a pas goûté, dont on ne goûte pas;
II. 1 qui n’a pas goûté ou ne goûte pas de, gén.;
2 qui n’a goûté de rien, à jeun.
Étymologie: ἀ, γεύω.