μιλιάριον: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μιλιάριον''': τό, = Λατ. milliarium, ἡ [[στήλη]], τὸ τοῦ ὀκτασταδίου [[σημεῖον]], Λυδ. 84, 17. ΙΙ. σκεῦός τι ὑψηλὸν ἐκ χαλκοῦ ὀξὺ πρὸς τὰ ἄνω καὶ ἔχον ἑλικοειδεῖς σωλῆνας, ἐν ᾧ ἐθερμαίνετο [[ὕδωρ]], [[ἰπνολέβης]], Ἀνθολ. Π. 11. 244 [[[ἔνθα]] μῐλῐᾱ΄ριον], Ἀθήν. 98C, κλ.
|lstext='''μιλιάριον''': τό, = Λατ. milliarium, ἡ [[στήλη]], τὸ τοῦ ὀκτασταδίου [[σημεῖον]], Λυδ. 84, 17. ΙΙ. σκεῦός τι ὑψηλὸν ἐκ χαλκοῦ ὀξὺ πρὸς τὰ ἄνω καὶ ἔχον ἑλικοειδεῖς σωλῆνας, ἐν ᾧ ἐθερμαίνετο [[ὕδωρ]], [[ἰπνολέβης]], Ἀνθολ. Π. 11. 244 [[[ἔνθα]] μῐλῐᾱ΄ριον], Ἀθήν. 98C, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />vase de cuivre pour chauffer l’eau.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑλῐάριον Medium diacritics: μιλιάριον Low diacritics: μιλιάριον Capitals: ΜΙΛΙΑΡΙΟΝ
Transliteration A: miliárion Transliteration B: miliarion Transliteration C: miliarion Beta Code: milia/rion

English (LSJ)

[ῐλῐᾱ], τό,

   A a high copper vessel, pointed at the top and furnished with winding tubes, to boil water in, AP11.244, Ath.3.98c, Hero Spir.2.34; gloss on ἰπνολέβης, Sch.Luc.Lex.8.    II milestone, Lyd.Mens. 4.49.

German (Pape)

[Seite 186] τό, das römische miliarium, Meilenzeiger, Sp. – Auch ein hohes kupfernes, nach oben spitz zulaufendes Gefäß zum Bereiten des warmen Wassers, Ath. III, 98 c; χαλκοῦν, Nicarch. 34 (XI, 244), mit βαύκαλις verglichen.

Greek (Liddell-Scott)

μιλιάριον: τό, = Λατ. milliarium, ἡ στήλη, τὸ τοῦ ὀκτασταδίου σημεῖον, Λυδ. 84, 17. ΙΙ. σκεῦός τι ὑψηλὸν ἐκ χαλκοῦ ὀξὺ πρὸς τὰ ἄνω καὶ ἔχον ἑλικοειδεῖς σωλῆνας, ἐν ᾧ ἐθερμαίνετο ὕδωρ, ἰπνολέβης, Ἀνθολ. Π. 11. 244 [[[ἔνθα]] μῐλῐᾱ΄ριον], Ἀθήν. 98C, κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase de cuivre pour chauffer l’eau.
Étymologie: DELG -.