ἀντιπαρέχω: Difference between revisions
From LSJ
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
(6_2) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιπαρέχω''': [[παρέχω]] καὶ αὐτὸς ἀφ’ ἑτέρου, Θουκ. 6. 21· [[ὡσαύτως]] ἐν μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἱέρ. 7. 12, Ἀνθ. Π. 9. 12. 2) προξενῶ τι καὶ αὐτὸς ἐξ ἄλλου, τοὺς ἀντιπαρέξοντας πράγματα μισθώσασθαι Δημ. 555. 12. | |lstext='''ἀντιπαρέχω''': [[παρέχω]] καὶ αὐτὸς ἀφ’ ἑτέρου, Θουκ. 6. 21· [[ὡσαύτως]] ἐν μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἱέρ. 7. 12, Ἀνθ. Π. 9. 12. 2) προξενῶ τι καὶ αὐτὸς ἐξ ἄλλου, τοὺς ἀντιπαρέξοντας πράγματα μισθώσασθαι Δημ. 555. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> fournir de son côté <i>ou</i> en échange;<br /><b>2</b> être en retour cause de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[παρέχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
A furnish or supply in turn, Th. 6.21:—also in Med., X.Hier.7.12; supply mutual need, τοὐλλιπὲς ἀλλήλοις AP9.12 (Leon.). 2 cause in return, τοὺς ἀντιπαρέξοντας πράγματα D.21.123.
German (Pape)
[Seite 257] (s. ἔχω), dagegen darreichen, wiedergeben, ersetzen, Thuc. 6, 21; Xen. Hier. 7, 12; Sp. auch im med., z. B. Leon. Al. 34 (IX, 12).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαρέχω: παρέχω καὶ αὐτὸς ἀφ’ ἑτέρου, Θουκ. 6. 21· ὡσαύτως ἐν μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἱέρ. 7. 12, Ἀνθ. Π. 9. 12. 2) προξενῶ τι καὶ αὐτὸς ἐξ ἄλλου, τοὺς ἀντιπαρέξοντας πράγματα μισθώσασθαι Δημ. 555. 12.
French (Bailly abrégé)
1 fournir de son côté ou en échange;
2 être en retour cause de, acc..
Étymologie: ἀντί, παρέχω.