ἀποδέω: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδέω''': μέλλ. -δήσω, δένω [[καλῶς]], δένω τὸν ὀμφαλὸν (πρβλ. [[ἀπόδεσις]]), ἀπέδει κατά μέσην τὴν γαστέρα Πλάτ. Συμπ. 190Ε: - Παθ., ἐν δερματίῳ σμικρῷ ἀποδέδεται ὅσον γε στατῆρος τὸ [[μέγεθος]] [[μάλιστα]] ὁ αὐτ. Ἐρυξ. 400Α.
|lstext='''ἀποδέω''': μέλλ. -δήσω, δένω [[καλῶς]], δένω τὸν ὀμφαλὸν (πρβλ. [[ἀπόδεσις]]), ἀπέδει κατά μέσην τὴν γαστέρα Πλάτ. Συμπ. 190Ε: - Παθ., ἐν δερματίῳ σμικρῷ ἀποδέδεται ὅσον γε στατῆρος τὸ [[μέγεθος]] [[μάλιστα]] ὁ αὐτ. Ἐρυξ. 400Α.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><b>1</b> lier fortement;<br /><b>2</b> attacher <i>ou</i> coudre dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δέω]]¹.<br /><span class="bld">2</span><i>f.</i> [[ἀποδεήσω]];<br /><b>1</b> manquer de : τριακοσίων ἀποδέοντα μύρια THC dix mille moins trois cents, <i>càd</i> 9700;<br /><b>2</b> être inférieur à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δέω]]².
}}
}}

Revision as of 19:20, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδέω Medium diacritics: ἀποδέω Low diacritics: αποδέω Capitals: ΑΠΟΔΕΩ
Transliteration A: apodéō Transliteration B: apodeō Transliteration C: apodeo Beta Code: a)pode/w

English (LSJ)

(A),

   A bind fast, tie up the navel, Pl.Smp.190e; generally, bind, LXXJo.9.4, J.AJ4.8.21:—Pass., ἐν δερματίῳ ἀποδέδεταί τι Pl. Erx.400a, cf. Arist.HA587a14, Erasistr. ap. Gal.11.148.
ἀποδέω (B),

   A to be in want of, lack, often in accounts of numbers, τριακοσίων ἀποδέοντα μύρια 10,000 lacking or save 300, Th.2.13, cf. 4.38, etc.; δυεῖν χιλιάδων ἀποδέοντες εἶναι δισμύριοι D.H.7.3; generally, τοσοῦτον ἀποδέω τινός so far am I from .., Pl.Ax.366b,372a: c. inf., ὀλίγον ἀποδεῖν εἶναι want little of being, Plu.2.978f; fall short of, be inferior to, τινός Luc.Merc.Cond.36, cf. Plu.2.1088c; πλήθει οὐ πολὺ ἀποδέοντες ἀλλήλων not differing much in number, D.H.3.52, cf. Plu.Luc.28; come short of, miss, τῆς ἀληθείας Pl.Ax.369d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδέω: μέλλ. -δήσω, δένω καλῶς, δένω τὸν ὀμφαλὸν (πρβλ. ἀπόδεσις), ἀπέδει κατά μέσην τὴν γαστέρα Πλάτ. Συμπ. 190Ε: - Παθ., ἐν δερματίῳ σμικρῷ ἀποδέδεται ὅσον γε στατῆρος τὸ μέγεθος μάλιστα ὁ αὐτ. Ἐρυξ. 400Α.

French (Bailly abrégé)

11 lier fortement;
2 attacher ou coudre dans.
Étymologie: ἀπό, δέω¹.
2f. ἀποδεήσω;
1 manquer de : τριακοσίων ἀποδέοντα μύρια THC dix mille moins trois cents, càd 9700;
2 être inférieur à, gén..
Étymologie: ἀπό, δέω².