μαλακόδερμος: Difference between revisions

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
(6_17)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰλᾰκόδερμος''': -ον, ὁ ἔχων [[μαλακὸν]] δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 5.
|lstext='''μᾰλᾰκόδερμος''': -ον, ὁ ἔχων [[μαλακὸν]] δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 5.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μαλακόδερμος]], -ον)<br />αυτός που έχει απαλό [[δέρμα]] ή μαλακό φλοιό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[μαλακόδερμα]]<br /><b>ζωολ.</b> [[ομάδα]] κολεόπτερων εντόμων η οποία περιλαμβάνει τους λαμπύρους, τους μαλαχίες κ.ά. και που τα [[μέλη]] της έχουν μαλακό χιτινώδη εξωσκελετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[δέρμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[σκληρόδερμος]])].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκόδερμος Medium diacritics: μαλακόδερμος Low diacritics: μαλακόδερμος Capitals: ΜΑΛΑΚΟΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: malakódermos Transliteration B: malakodermos Transliteration C: malakodermos Beta Code: malako/dermos

English (LSJ)

ον,

   A soft-skinned, Arist.HA489b15, al.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκόδερμος: -ον, ὁ ἔχων μαλακὸν δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 5.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μαλακόδερμος, -ον)
αυτός που έχει απαλό δέρμα ή μαλακό φλοιό
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαλακόδερμα
ζωολ. ομάδα κολεόπτερων εντόμων η οποία περιλαμβάνει τους λαμπύρους, τους μαλαχίες κ.ά. και που τα μέλη της έχουν μαλακό χιτινώδη εξωσκελετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + δέρμα (πρβλ. σκληρόδερμος)].