σκορπιομάχος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(6_3)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκορπιομάχος''': [ᾰ], -ον, ὁ πρὸς σκορπίους μαχόμενος, ἀκρὶς Ἀριστ. π. Θαυμασ. 139.
|lstext='''σκορπιομάχος''': [ᾰ], -ον, ὁ πρὸς σκορπίους μαχόμενος, ἀκρὶς Ἀριστ. π. Θαυμασ. 139.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που μάχεται χρησιμοποιώντας σκορπιούς («[[σκορπιομάχος]] [[ἀκρίς]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκορπίος]] «πολεμική [[μηχανή]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]])].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκορπιομάχος Medium diacritics: σκορπιομάχος Low diacritics: σκορπιομάχος Capitals: ΣΚΟΡΠΙΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: skorpiomáchos Transliteration B: skorpiomachos Transliteration C: skorpiomachos Beta Code: skorpioma/xos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A fighting with scorpions, [ἀκρίς] Arist.Mir. 844b24.

Greek (Liddell-Scott)

σκορπιομάχος: [ᾰ], -ον, ὁ πρὸς σκορπίους μαχόμενος, ἀκρὶς Ἀριστ. π. Θαυμασ. 139.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μάχεται χρησιμοποιώντας σκορπιούς («σκορπιομάχος ἀκρίς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος «πολεμική μηχανή» + -μάχος (< μάχομαι)].