μεγαλαύχην: Difference between revisions
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(6_14) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλαύχην''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέγαν αὐχένα, Ὀλυμπιόδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 59. 6. | |lstext='''μεγᾰλαύχην''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέγαν αὐχένα, Ὀλυμπιόδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 59. 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεγαλαύχην]], -ενος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει μεγάλο αυχένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δολιχ</i>-<i>αύχην</i>, <i>μακρ</i>-<i>αύχην</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ,
A with large neck, Olymp.Hist.p.459 D., Apollon.Lex. s.v. ἐριαύχενας, Hsch. s.v. ἐρισφάραγος.
German (Pape)
[Seite 105] ενος, mit großem Nacken, Phot. bibl. 59, b, 6; auch = μεγαλαυχής (?).
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλαύχην: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέγαν αὐχένα, Ὀλυμπιόδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 59. 6.
Greek Monolingual
μεγαλαύχην, -ενος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει μεγάλο αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + αὐχήν (πρβλ. δολιχ-αύχην, μακρ-αύχην)].