πρότμησις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρότμησις''': ἡ, ([[προτέμνω]]) ἡ [[ὀσφύς]], καθ᾿ ἣν τὸ [[σῶμα]] συστέλλεται πρὸς τὰ ἔσω, Ἰλ. Λ. 424, Κόϊντ. Σμ. 6. 374. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «[[πρότμησις]]· ὁ περὶ τὸν ὀμφαλὸν [[τόπος]]»· ― κατὰ δὲ Σουΐδ.: «πρότμησιν, ὀμφαλόν, τὸ παρ᾿ ἡμῖν [[ἦτρον]], διὰ τὸ πρῶτον τέμνεσθαι ἐν τοῖς βρέφεσι».
|lstext='''πρότμησις''': ἡ, ([[προτέμνω]]) ἡ [[ὀσφύς]], καθ᾿ ἣν τὸ [[σῶμα]] συστέλλεται πρὸς τὰ ἔσω, Ἰλ. Λ. 424, Κόϊντ. Σμ. 6. 374. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «[[πρότμησις]]· ὁ περὶ τὸν ὀμφαλὸν [[τόπος]]»· ― κατὰ δὲ Σουΐδ.: «πρότμησιν, ὀμφαλόν, τὸ παρ᾿ ἡμῖν [[ἦτρον]], διὰ τὸ πρῶτον τέμνεσθαι ἐν τοῖς βρέφεσι».
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />taille, <i>litt.</i> coupe de la partie antérieure <i>ou</i> supérieure du corps.<br />'''Étymologie:''' [[προτέμνω]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρότμησις Medium diacritics: πρότμησις Low diacritics: πρότμησις Capitals: ΠΡΟΤΜΗΣΙΣ
Transliteration A: prótmēsis Transliteration B: protmēsis Transliteration C: protmisis Beta Code: pro/tmhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (προτέμνω)

   A waist or loins, where the body is drawn in, Il.11.424, Q.S.6.374; = ὀσφῦς, Poll.2.179, SIG1017.7 (Sinope, iii B.C.); but cf. EM691.18 (πρότμητιν is a variant in Sch.T Il.l.c.,cf.προτμῆτις Hsch., πρότμηστιν Phot.); προτμητόν· τὸν ὀμφαλόν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 793] ἡ, der Abschnitt oder Einschnitt in der Gestalt des Menschen über den Hüften, die Weichen, die Taille, die Gegend um den Nabel, Il. 11, 424 u. sp. D., wie Qu. Sm. 6, 374, auch in späterer Prosa.

Greek (Liddell-Scott)

πρότμησις: ἡ, (προτέμνω) ἡ ὀσφύς, καθ᾿ ἣν τὸ σῶμα συστέλλεται πρὸς τὰ ἔσω, Ἰλ. Λ. 424, Κόϊντ. Σμ. 6. 374. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «πρότμησις· ὁ περὶ τὸν ὀμφαλὸν τόπος»· ― κατὰ δὲ Σουΐδ.: «πρότμησιν, ὀμφαλόν, τὸ παρ᾿ ἡμῖν ἦτρον, διὰ τὸ πρῶτον τέμνεσθαι ἐν τοῖς βρέφεσι».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
taille, litt. coupe de la partie antérieure ou supérieure du corps.
Étymologie: προτέμνω.