ἀμφοτερόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφοτερόγλωσσος''': -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρους τοὺς τρόπους ὁμιλῶν, ὁ διττῶς λαλῶν, [[δίγλωσσος]], περὶ τοῦ Ζήνωνος τοῦ εὑρόντος τὴν διαλεκτικήν, Τίμων παρὰ Πλουτ. Περικλ. 4.
|lstext='''ἀμφοτερόγλωσσος''': -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρους τοὺς τρόπους ὁμιλῶν, ὁ διττῶς λαλῶν, [[δίγλωσσος]], περὶ τοῦ Ζήνωνος τοῦ εὑρόντος τὴν διαλεκτικήν, Τίμων παρὰ Πλουτ. Περικλ. 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui soutient le pour et le contre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφότερος]], [[γλῶσσα]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφοτερόγλωσσος Medium diacritics: ἀμφοτερόγλωσσος Low diacritics: αμφοτερόγλωσσος Capitals: ΑΜΦΟΤΕΡΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: amphoteróglōssos Transliteration B: amphoteroglōssos Transliteration C: amfoteroglossos Beta Code: a)mfotero/glwssos

English (LSJ)

ον,

   A speaking both ways, double-tongued, of Zeno the inventor of dialectic, Id.45, cf.Eust.1440.35.

German (Pape)

[Seite 146] zweierlei Rede führend, zweizüngig, Tim. bei Plut. Pericl. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφοτερόγλωσσος: -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρους τοὺς τρόπους ὁμιλῶν, ὁ διττῶς λαλῶν, δίγλωσσος, περὶ τοῦ Ζήνωνος τοῦ εὑρόντος τὴν διαλεκτικήν, Τίμων παρὰ Πλουτ. Περικλ. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui soutient le pour et le contre.
Étymologie: ἀμφότερος, γλῶσσα.